13 Απριλίου 2015

Όταν ο Τσέχωφ ανέβαζε τον "Γλάρο"...





Πέτρες και Χρυσός. Μια Εισαγωγή.



Οι άνθρωποι που μας περιβάλλουν και με τους οποίους συναναστρεφόμαστε είναι σαν τα χαλίκια και τα βότσαλα της άμμου. Χρειάζεται να ψάξεις ανάμεσά τους για να εντοπίσεις τα κοχύλια. 

Κάποιες φορές θα μπορούσαμε να τους παρομοιάσουμε και με τα πετρώματα σ’ ένα ορυχείο, σκοτεινό και αχανές. Κανείς ποτέ δεν αποκρυπτογραφεί το ορυχείο στην ολότητά του, παρά ένα μόνο μέρος του. Και αν κάπου στο βάθος βρίσκεται χρυσός, θέλει τύχη για να τον εντοπίσεις. Αρκετές φορές πας για χρυσό και μένεις με τις πέτρες. Κάποιες φορές διαπιστώνεις πως τα γυαλιστερά εκείνα πετραδάκια που έλαμπαν στα χέρια σου δεν ήταν παρά κάρβουνο επικαλυμμένο με χρυσόσκονη. Άλλες φορές συνειδητοποιείς πως τα πολύτιμα ορυκτά βρίσκονται ανακατεμένα με πλήθος περιττών αντικειμένων, πως ο χρυσός σπάνια συναντάται σε καθαρή μορφή – συνοδεύεται από χώμα και από άμμο και από γκρίζους λίθους, όλα ενωμένα σ’ ένα, σμίγοντας την ουσία με την ανουσιότητα, το υψηλό με το ευτελές.

Στο τέλος χρειάζεται να κοσκινίσεις τους ανθρώπους – σαν τα ορυκτά, να αναδείξεις το χρυσό από τις πέτρες.

Στο κόσκινο είμαστε όλοι, αναζητώντας εκείνους που θα αναδείξουν από μέσα μας τυχόν ίχνη χρυσού. Αλίμονο, η πλειοψηφία δεν ενδιαφέρεται για χρυσό, παρά για πέτρες που λαμποκοπούν. Και αναδεικνύουν σε σένα μόνο τα λιθάρια. Στο τέλος φτάνεις να νομίζεις πως είσαι και συ ένα τέτοιο – μια πέτρα, κοινή, αδιάφορη, ασήμαντη. Μα αν συναντήσεις κάποιον που γνωρίζει πώς να κοσκινίζει – που είναι ικανός να ξεχωρίζει το πολύτιμο μέταλλο απ’ το πέτρωμα… τότε ίσως ξεπροβάλλει και ο δικός σου ο χρυσός. Γιατί είμαστε καθρέφτες ο ένας του άλλου. Χρειαζόμαστε κάποιον ν’ αναδείξει τις θετικές και όχι τις αρνητικές ιδιότητές μας. Αλίμονο, υπάρχουν και οι δύο – ο χρυσός είναι πάντα μπλεγμένος με τη σκόνη και στον κόσμο αυτόν η σκόνη καλύπτει τα πάντα σαν ομίχλη.

Μα κάποιοι μπορούν να κοσκινίζουν και κάποιοι δε μπορούν – κάποιοι ξεχωρίζουν εκείνο που αξίζει, ανασύροντας τις θετικές πλευρές σου – ενώ άλλοι δεν ανασύρουν παρά τα αρνητικά. Οι πρώτοι είναι που θα σε βοηθήσουν να ανέβεις πιο ψηλά. Στους πρώτους να στοχεύεις, αυτούς να έχεις γύρω σου.

Ένα τέτοιο ακατέργαστο πέτρωμα ήταν ο Άντον Τσέχωφ. Έκρυβε μέσα του πολύτιμο χρυσάφι, μα χρειαζόταν εκείνον που θα τον βοηθούσε να το αναδείξει. Έναν ειδήμονα στην τέχνη της μεταλλουργίας, θα μπορούσαμε να πούμε. Τον άνθρωπο εκείνον που θα συλλάμβανε την έκταση του οράματός του, θα επικοινωνούσε σε έναν κοινό γλωσσικό κώδικα μαζί του, θα φανέρωνε στον κόσμο τον χρυσό που ακτινοβολεί πίσω απ’ την πέτρα.

Ο άνθρωπος αυτός ονομαζόταν Κονσταντίν Στανισλάφσκι.


Ο Τσέχωφ είχε επιχειρήσει να μεταμορφώσει τον κόσμο του θεάτρου – μα ο κόσμος δεν τον καταλάβαινε. Τα δύο πρώτα πολύπρακτα έργα του (ο «Πλατόνωφ» και ο «Ιβάνωφ») είχαν περάσει σχεδόν απαρατήρητα τον καιρό που ανεβάστηκαν. Ο Τσέχωφ συνέχισε πυρετωδώς την προσπάθειά του, καταμεσής των προβλημάτων της υγείας του – από τα νεανικά του χρόνια τον βασάνιζε η φυματίωση. Ήταν 1895 όταν αφοσιώθηκε στη συγγραφή του τρίτου πολύπρακτου θεατρικού του – το όνομα αυτού ήταν «Ο Γλάρος». 






Στα Φτερά του Γλάρου


Ήταν ένα ασυνήθιστο για τα δεδομένα των καιρών θεατρικό. Απουσίαζαν οι πομπώδεις πράξεις, οι παθιασμένοι διαξιφισμοί, οι αχαλίνωτες ερμηνείες. Το σκηνικό ήταν απλό, οι χαρακτήρες βγαλμένοι απ’ την καθημερινότητα. Οι επαφές ανάμεσά τους χαρακτηρίζονταν από εξομολογήσεις που άφηναν να διαφανούν τα λεπτά ψυχολογικά και συναισθηματικά νήματα που τους έδεναν όλους μεταξύ τους. Συνομιλούσαν και ένιωθες πως ακούς ανθρώπους οικείους, φίλους από τα παλιά που εμπιστεύονται σε σένα τις σκέψεις και τα όνειρά τους. Η επαφή τους δεν έμοιαζε καθόλου εξωπραγματική – κάθε άλλο, χαρακτηριζόταν από έναν πρωτοφανή ρεαλισμό. Σχεδόν αισθανόσουν πως βλέπεις τον εαυτό σου ανάμεσά τους, μοιράζοντας τις φιλοδοξίες και τις απογοητεύσεις τους. Ήσουν και συ ένας απ’ αυτούς.

Το σκηνικό ήταν όμορφο, ονειρικό και καθημερινό συνάμα – μα πάνω απ’ όλα, απλό. Μια λίμνη, ένα εξοχικό βυθισμένο στο πράσινο. Και εκείνος ο γλάρος, ο συμβολισμός του οποίου επανέρχεται καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου. Όσο αφορά τους χαρακτήρες και το υπόβαθρο του έργου; «Γράφω αυτό το έργο, όχι χωρίς ευχαρίστηση, μόλο που αισθάνομαι ότι παραβιάζω σημαντικά τις θεατρικές παραδοσιακές συμβάσεις», είχε πει ο ίδιος ο Τσέχωφ τον καιρό εκείνο, σ’ ένα γράμμα στον εκδότη του. Και συνεχίζει: «Είναι μια κωμωδία με τρεις γυναικείους ρόλους και έξι αντρικούς. Με τέσσερις πράξεις, ένα τοπίο (μια λίμνη), πολλή συζήτηση περί λογοτεχνίας, λίγη δράση και πέντε τόνους έρωτα».


Μια λίμνη, συζητήσεις περί τέχνης και έρωτας – έρωτας ανεκπλήρωτος, έρωτας απραγματοποίητος, έρωτας που φτερουγίζει σε απόσταση σαν τον γλάρο που χάνεται πέρα από τα σύννεφα. Σαν τη ζωή την ίδια και τις φιλοδοξίες της, φτερουγίζοντας κι αυτή, καταμεσής ενός ουρανού συννεφιασμένου. Οι χαρακτήρες του έργου, άντρες και γυναίκες, νεαροί και ηλικιωμένοι, επιθυμούν να ζήσουν, να δημιουργήσουν, να εκφραστούν, να αναδειχτούν – και να ερωτευτούν, να αγαπήσουν και να αγαπηθούν βαθιά. Μα η ζωή τα φέρνει έτσι ώστε πάντα βρίσκονται πίσω από τον στόχο και τις επιθυμίες τους – εκείνος ξεπροβάλλει γαλήνιος και ονειρικός σαν την λίμνη στο βάθος του σκηνικού. Μια λίμνη που σκορπά αστέρια στα μάτια τους και πόνο στην καρδιά τους.





Την ίδια στιγμή η λίμνη αποκαλύπτει ένα νατουραλισμό σπάνιο για τα θεατρικά δεδομένα των καιρών. Εκείνος ακριβώς ο νατουραλισμός, συνδυασμένος με τον ψυχολογικό ρεαλισμό των χαρακτήρων και την ποιητική, ονειρική τους διάθεση (όλα μαζί συνδυασμένα), ήταν που προσέδωσε στο θέατρο του Τσέχωφ την ιδιαιτερότητά του – που το καθιστούσε κάτι εντελώς ξεχωριστό. Μόλις την ίδια εποχή είχε επιχειρήσει κάτι αντίστοιχο ο Ερρίκος Ίψεν στη Νορβηγία – μα όταν δοκιμάζεις κάτι νέο, είναι αναπόφευκτες οι αντιδράσεις, σε μια εποχή που πατούσε με το ένα πόδι της στο παρελθόν και την παράδοση.

Όπως ανέφερε ο ίδιος ο Τσέχωφ, το έργο του έχει «λίγη δράση». Ο διάλογος κυριαρχεί, ένας διάλογος που υφαίνει τα όνειρα, τις επιθυμίες και τις απογοητεύσεις των χαρακτήρων – όλοι χαρακτήρες δοσμένοι με μια μοναδική ψυχολογική διεισδυτικότητα, ονειροπαρμένοι και ταυτόχρονα προσγειωμένοι στη γη, συνδυάζοντας το καθημερινό με το ιδεατό, το φθαρτό με το αιώνιο. Οι συνομιλίες τους φαντάζουν τόσο απλές, μα τόσο διαχρονικές ταυτόχρονα. Δεν έχει σημασία αν το έργο γράφτηκε το 1895 – θα μπορούσε να είχε γραφτεί και χθες, οι χαρακτήρες του βρίσκονται πέρα από τον χρόνο. Οι χαρακτήρες του είμαστε εμείς οι ίδιοι, τα όνειρά τους και δικά μας όνειρα, οι απογοητεύσεις τους και δικές μας απογοητεύσεις. Και όλα αυτά σε ένα έργο στο οποίο η «δράση» απουσιάζει σχεδόν ολοσχερώς. Στιγμές έντονου δράματος (όπως ο θάνατος ενός χαρακτήρα) εκτυλίσσονται εκτός σκηνής – ο σκοπός του Τσέχωφ δεν ήταν να εξάψει συναισθήματα και εύκολες συγκινήσεις.


Όπως αναφωνεί κάποια στιγμή ο ήρωας του έργου του, Τρέπλιεβ – ένας νεαρός, ανήσυχος δραματουργός, που φιλοδοξεί να πραγματοποιήσει τα όνειρά του: «Χρειαζόμαστε νέους τρόπους έκφρασης! Χρειαζόμαστε νέους τρόπους, και αν δε μπορούμε να τους δημιουργήσουμε, καλύτερα να μην κάνουμε τίποτα!»






Αποτυχία και Παραίτηση



Μα ο κόσμος δεν ήταν ακόμα έτοιμος για κάτι τέτοιο, φαίνεται. Και ο ίδιος ο Τσέχωφ, βλέποντας την παταγώδη αποτυχία που σημείωσε αρχικά το έργο του, ένιωσε να απελπίζεται. Πιθανό να είχε σταματήσει εκεί κάθε αντίστοιχη απόπειρα. Τα έργα του ποτέ δε θα γίνονταν γνωστά και ο κόσμος του θεάτρου θα έχανε έναν από τους σημαντικότερούς του εκφραστές.

Ήταν 17 Οκτώβρη του 1896, όταν ανέβηκε για πρώτη φορά ο «Γλάρος» στο θέατρο Αλεξαντρίνσκι της Πετρούπολης. Στο ρόλο της Νίνας – της νεαρής, ονειροπαρμένης συμπρωταγωνίστριας του έργου – ήταν η διάσημη ηθοποιός Βέρα Κομισαργέφσκαγια. Θεωρητικά το έργο έπρεπε να επιτύχει – η πραγματικότητα ήταν το ακριβώς αντίθετο. Οι αποδοκιμασίες και η εχθρότητα του κοινού ήταν τέτοιες, που η Βέρα έχασε τη φωνή της. Ο Τσέχωφ παράτησε τις θέσεις των θεατών και πέρασε τις δύο τελευταίες πράξεις του έργου πίσω απ’ τη σκηνή. Η αποδοκιμασία του Τύπου τις επόμενες μέρες δεν είχε προηγούμενο – το πνεύμα του έργου δεν είχε αποδοθεί σωστά, η σκηνοθεσία ήταν εκτός τόπου και χρόνου, οι ερμηνείες των ηθοποιών ξεκομμένες απ’ το ύφος που επιθυμούσε ο συγγραφέας του. Δεν ήταν απλά μια αποτυχημένη παράσταση, μα μια από τις μεγαλύτερες αποτυχίες στα θεατρικά χρονικά.

Η υγεία του Τσέχωφ επιδεινώθηκε. Γιατρός ο ίδιος στο επάγγελμα, ασκούσε τη συγγραφή παράλληλα με την ιατρική. Μια περίοδο υπέγραφε τα διηγήματά του με το ψευδώνυμο «Γιατρός Δίχως Πελάτες»… Το χιούμορ του, η αγάπη του για τη ζωή και η ικανότητα του να συλλαμβάνει τα καθημερινά όνειρα και να τα μεταμορφώνει σε λέξεις τον είχαν κάνει αγαπητό από τον καιρό που έγραψε τα ξακουστά διηγήματά του. Μα το θέατρο ήταν κάτι άλλο – το θέατρο δεν ήταν απλά ο συγγραφέας και οι αναγνώστες του, μα περιελάμβανε ένα ολόκληρο επιτελείο από σκηνοθέτες, ηθοποιούς, σκηνογράφους – καθώς και το ζωντανό εκείνο κοινό που προσέρχεται να παρακολουθήσει μια παράσταση. Πως ήταν δυνατό να αποδώσει πάνω στη σκηνή ο Τσέχωφ εκείνο που απέδιδε στα κείμενά του, αν δεν υποστηριζόταν από ανθρώπους που συμμερίζονταν το όραμά του;


Ο χρυσός κινδύνευε να χαθεί μέσα στο ακατέργαστο μετάλλευμα. Η λάμψη του να σβήσει από τη σκόνη του πετρώματος.





«Να σταματήσει η εκτύπωση των θεατρικών έργων μου. Δε θα λησμονήσω ποτέ τη χτεσινή βραδιά!», έγραψε την επομένη της αποτυχίας της παράστασης ο Τσέχωφ στον εκδότη του. Και αποθαρρυμένος, αποκαρδιωμένος συνεχίζει: «Δε θα δώσω το έργο μου να παιχτεί στη Μόσχα. Δε θα γράψω ποτέ πια θέατρο και δε θα ξαναδώσω έργα μου να παιχτούν ακόμα και αν ζήσω εφτακόσια χρόνια!».

Το θέατρο του Τσέχωφ θα μπορούσε να είχε σταματήσει εκεί. Η προσπάθεια του να πάει χαμένη – όπως οι προσπάθειες τόσων ανθρώπων, τότε και τώρα, πάντα και παντού, που καθημερινά γυρεύουν να αναδείξουν το χρυσάφι τους μέσα από τη λάσπη, μα στο τέλος η λάσπη τους καταπίνει. Η λάσπη μιας κοινωνίας στηριγμένης σε συμβάσεις και συνήθειες, μιας κοινωνίας εχθρικής στους δημιουργούς και φιλικής προς τους εμπόρους, ενός κόσμου ανίκανου να εκτιμήσει τη διαφορετικότητα και να αναδείξει τον χρυσό από τις πέτρες.

Όπως στην καθημερινότητα την ίδια, δε μπορεί κάθε άνθρωπος που μας περιβάλλει να συμβάλλει ώστε να ανασύρουμε τις θετικές, τις δημιουργικές, τις ιδιαίτερες όψεις του εαυτού μας. Πολλοί αρκούνται στην ανάδειξη εκείνης ακριβώς της γκρίζας, καθημερινής, αδιάφορης επιφάνειας που μας πνίγει. Αντανακλούν εκείνη μόνο την όψη του εαυτού σου · τη μέτρια, τη συνηθισμένη, την ελαττωματική – και συ νομίζεις πως αυτή η όψη υπάρχει μόνο, γιατί εκείνη μόνο σου αποκαλύπτουν πως υπάρχει. Και η θάλασσα της μετριότητας ξεβράζει τα κύματά της στη στεριά, πνίγοντας την πασπαλισμένη με χρυσόσκονη άμμο σου με γκρίζες πέτρες και χαλίκια.


Ο Τσέχωφ είχε αποφασίσει να εγκαταλείψει το θέατρο. Προσπάθησε, μα η προσπάθειά του δεν βρήκε ανταπόκριση. Ο λογοτέχνης και γιατρός θα έβαζε στην άκρη τις λογοτεχνικές ανησυχίες του – σε κάποιο ράφι ίσως, αφήνοντας τες ν’ αραχνιάσουν, να σβήσουν στα άδυτα του χρόνου. Η υγεία του είχε επιδεινωθεί.






Το Πέταγμα του Γλάρου



Τότε όμως εμφανίστηκε ο άνθρωπος που έμελλε να αναδείξει τον χρυσό από τις πέτρες… Ήταν 1898 όταν ξεκίνησε να λειτουργεί επίσημα το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας – συνιδρυτής του ήταν ο Κονσταντίν Στανισλάφσκι. 

Ο Στανισλάφσκι ήταν ένας σκηνοθέτης το όραμα του οποίου συναντούσε εκείνο του Τσέχωφ. Πρωτοποριακός και ρηξικέλευθος, ικανός να αναδεικνύει τις λεπτές ψυχολογικές συγκρούσεις μέσα από τους ηθοποιούς του, να φανερώνει τα όρια και τα βάθη χαρακτήρων ρεαλιστικών, χαρακτήρων που εισέδυαν στο πετσί του ρόλου τους και μεταμορφώνονταν σε μορφές γνήσιες και διαχρονικές. Ήταν ο Στανισλάφσκι εκείνος που έπεισε τον απογοητευμένο Τσέχωφ να ανεβάσει μια φορά ακόμα το έργο του, με σκηνοθέτη τον ίδιο αυτή τη φορά. Ο χώρος θα ήταν το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας, οι ηθοποιοί καινούργιοι, η παραγωγή δική του. «Άσε το πάνω μου», ήταν σα να του έλεγε.

Και ο Τσέχωφ τον άφησε. Γιατί όχι, ίσως σκέφτηκε. Χειρότερα να πάει είναι αδύνατο..



Πάνω - ένας από τους ηθοποιούς της παράστασης του Στανισλάφσκι διαβάζει τον "Γλάρο". Κάτω - ο Στανισλφάσκι


Ο «Γλάρος» ανέβηκε για άλλη μια φορά. Μα τώρα ήταν ένας γλάρος μεταμορφωμένος · ένας γλάρος που τίναζε τα φτερά του με χαρά, σκορπώντας γύρω του εύθυμα φτεροκοπήματα! Η επιτυχία του έργου ήταν πρωτοφανής. Ποιος το περίμενε – το ίδιο έργο, που είχε γνωρίσει την γενική αποδοκιμασία δύο χρόνια πριν, γνώριζε πια μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες των καιρών του. 

Μα αυτός δεν ήταν ο αρχικός «Γλάρος» - όχι, η παράσταση που ανέβηκε τιμούσε το πρωτοποριακό πνεύμα του συγγραφέα. Οι παλιές θεατρικές συνήθειες, οι μανιέρες και οι υπερβολές είχαν παραχωρήσει τη θέση τους σε έναν καινοτόμο ψυχολογικό ρεαλισμό, που έμελλε να γίνει σήμα κατατεθέν του σκηνοθέτη. Το έργο αποδόθηκε με τον τρόπο που του άρμοζε, κοντά στο ύφος που είχε οραματιστεί ο δημιουργός του. Και αυτό ήταν ένα καινούργιο Θέατρο, ένα Θέατρο που μόλις τότε είχε αρχίσει να κάνει την εμφάνισή του.


Έτσι ο Στανισλάφσκι ανέδειξε το έργο του Τσέχωφ απ’ την αφάνεια, παραχωρώντας του την αναγνώριση που του άξιζε – και αντλώντας ο ίδιος αναγνώριση από την επιτυχία του. Γιατί πολλές φορές ένας μόνος δεν αρκεί – χρειάζεται η βοήθεια ενός δεύτερου για να κάνεις το επόμενο βήμα. Είναι εκείνος που θα κοσκινίσει το μετάλλευμα. Εκείνος που θα ξεχωρίσει τον χρυσό από τη σκόνη. Εκείνος που θα σου δώσει την απαραίτητη ώθηση, λέγοντας σου: «εμπρός, κίνα! Μπορείς!».


Το προσωπικό που απάρτιζε την περίφημη παράσταση του "Γλάρου" στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας. Στο κέντρο ο Τσέχωφ διαβάζει το έργο του - δεξιά του, ο Στανισλάφσκι.



Ο Τσέχωφ, χαρούμενος που ο «Γλάρος» είχε πια σημειώσει επιτυχία, αποφάσισε να συνεχίσει τη συγγραφή. Το παγκόσμιο θέατρο σύντομα θα μεταμορφωνόταν και ο ίδιος θα στεκόταν βασικός καταλύτης στη μεταμόρφωση αυτή. Αμέσως μετά την θετική ανταπόκριση που γνώρισε ο «Γλάρος», ο Τσέχωφ καταπιάστηκε με ένα νέο θεατρικό έργο – το όνομα του ήταν «Θείος Βάνιας». Η αρχή είχε γίνει. Θα ακολουθούσαν οι «Τρεις Αδερφές» και ο «Βυσσινόκηπος». Και ο εικοστός αιώνας θα χαιρετούσε πλέον έναν από τους σημαντικότερούς του πρωτοπόρους.

Κλείνω με ένα απόσπασμα του Άγγελου Τερζάκη.


«Ο Τσέχωφ έμπασε στο χώρο του Δράματος τη ροή, το υγρό αυτό στοιχείο, που ήτανε πριν προνόμιο του αφηγηματικού λόγου. Με τη ροή, μπήκε στο Θέατρο και ο κυματισμός, η άνεση, η αοριστία της Μουσικής. Ένας φθόγγος σπαραγμού, το αίσθημα του «ανεπιστρεπτί», κρύβεται στο βάθος κάθε μύθου του Τσέχωφ (…) Πέρα και δόθε από το Χρόνο, εκείνο που δίνει γεύση ιδιαίτερη στο Θέατρο του Τσέχωφ είναι η χαμηλόφωνη ποίηση του καθημερινού. Αλλά και το αίσθημα της καθημερινότητας, τι άλλο είναι γι’ αυτόν παρά μια άλλη όψη της έννοιας Χρόνος; Η φθορά: να το σύμβολο που προβάλλει το Χρόνο μέσα στην καθημερινότητα, την καθημερινότητα μέσα στο Χρόνο. 

Δεν έχουμε όμως να κάνουμε εδώ με την διεξοδική, μικρολόγα, νατουραλιστική καταγραφή περιστατικών της τρεχούμενης ζωής. Πίσω από το περιστατικό, όπως και πίσω από το εξωτερικά ασύνδετο, το αρμονικά μετέωρο, το μουσικά κυματερό του τσεχωφικού διαλόγου, ανακρούεται μια μελωδία ενδόμυχη, που υποβάλλει άλλα από εκείνα που προφέρει. Τα πρόσωπα, διαλεγόμενα, μονολογούν. Οι μεταξύ τους σχέσεις, οι συχνά παράφορα απελπισμένες, είναι ωστόσο σαν δίχως επαφή: σάμπως κάτι το αγεφύρωτο, το αθεράπευτα ερημικό, να τα χωρίζει. Έτσι το καθημερινό, το φαινομενικά ασήμαντο, παίρνει στα χέρια του Τσέχωφ ένα νόημα κρυφό και βαθύ. 

Κι έχουμε την εντύπωση πως ακούμε μέσα μας ένα διάλογο, όχι πια σε έκταση, παρά σε βάθος, που είναι η ίδια η μουσική των ψυχών» 

Άγγελος Τερζάκης (1960)





8 σχόλια:

  1. Καλώς ήρθες και πάλι, Κούνελε, στα γνώριμα λημέρια σου! Πολύ ωραία η ανάλυσή σου και θαυμάσιες οι παρομοιώσεις στην αρχή του κειμένου σου. Απόλαυσα όλο το κείμενό σου, εννοείται. Και, εννοείται, πως έχεις δίκιο: δεν μπορούν όλοι να ξεχωρίσουν τον χρυσό.
    Πολλά φιλιά

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Χαίρομαι πολύ που χάρηκες την ανάγνωση, αγαπητή μου Pippi! Να έχεις ένα όμορφο βράδυ εύχομαι!!

      Διαγραφή
  2. Καλησπέρα "Κούνελε" και Χρόνια Πολλά φίλε.....!
    Ότι καλύτερο από μια παρουσίαση για τον μεγάλο αυτό στοχαστή που έχω διαβάσει ή δει τα τελευταία χρόνια.
    Μια ακόμα υπόκλιση με σεβασμό σε τούτο το χώρο που μας δίνει διαχρονικά τόσα μα τόσα πράγματα, με λίγες λέξεις πολιτισμό.
    Πάντα τέτοια φίλε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Χρόνια πολλά, Γιάννη!!! Χαίρομαι πολύ που μοιράζομαι όμορφα πράγματα μαζί σας. Θα ακολουθήσουν πολλά ακόμα. Καλό βράδυ εύχομαι!

      Διαγραφή
  3. Καλά, βρε Κούνελε, δεν γίνεται αυτό!
    Μου φαίνεται πιάσαμε ταυτόχρονα τους γλάρους, άλλον εσύ κι άλλον εγώ... μόλις τώρα τελείωσα μία ανάρτηση που θα βγει κάποια στιγμή (μέρες μετά). Φυσικά είναι γραμμένη με άλλη αφορμή και ο γλάρος είναι κάποιος άλλος εξίσου γνωστός...
    Ήρθα προς το παρόν να πω μόνο αυτό, γιατί με εντυπωσίασε η παράλληλη κίνηση... Θα επιστρέψω να διαβάσω με πολλή ησυχία το κείμενό σου, γιατί τώρα δεν έχω χρόνο και μου φαίνεται εξαιρετική δουλειά για να την δω βιαστικά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Τώρα ο γλάρος, πριν λίγες μέρες οι Monty Python! Μα τι φοβερές συμπτώσεις είναι αυτές. Φαίνεται Γλαύκη, πως το Καφέ σου πραγματικά επικοινωνεί υπογείως με την Κουνελοχώρα.

      'Οποτε θες έρχεσαι και διαβάζεις το κείμενο με την ησυχία σου - εδώ θα βρίσκεται. :)

      Διαγραφή
    2. Πραγματικά μια πολύ προσεγμένη παρουσίαση ενός μεγάλου δημιουργού! Θα ήθελα πολύ να παίξω κάποιον ρόλο, οποιονδήποτε, σ' αυτό το έργο! Κάθε τι πρωτοπόρο δέχτηκε πολλές φορές απίστευτους χλευασμούς και επιθέσεις. Μου άρεσε που έκανες τον παραλληλισμό με τα πολύτιμα ορυκτά και τις πέτρες με την ανάδειξη των παραγματικών ταλέντων μέσα από σειρά ατάλαντων που απλά βρήκαν τον τρόπο να βγουν στο φως της δημοσιότητας.
      Το ίδιο δεν γίνεται σήμερα; Επιπλέουν οι φελλοί, γιατί το κοινό προτιμά το εύπεπτο, εύκολο, ευφάνταστο κι αδειανό και δύσκολα μπορεί κανείς να διακρίνει το ξεχωριστό, που σίγουρα υπάρχει, μέσα από την πληθώρα της προσφοράς. Το ίδιο συμβαίνει στο θέατρο, στη λογοτεχνία, την ζωγραφική, τη μουσική κλπ.!
      Κρατώ από τα λεγόμενά σου, γιατί είναι κάτι που λέω συχνά, "Είμαστε καθρέφτες ο ένας του άλλου"!
      Κρατώ από τον Τσέχοφ "...άντρες και γυναίκες, νεαροί και ηλικιωμένοι, επιθυμούν να ζήσουν, να δημιουργήσουν, να εκφραστούν, να αναδειχτούν – και να ερωτευτούν, να αγαπήσουν και να αγαπηθούν βαθιά. Μα η ζωή τα φέρνει έτσι ώστε πάντα βρίσκονται πίσω από τον στόχο και τις επιθυμίες τους... "

      Ο "δικός" μου γλάρος είναι πιο ταπεινός σε σχέση με τον "δικό" σου, εκείνον του Τσέχοφ και φυσικά δεν κάνω όλη αυτή την υπέροχη παρουσίαση που κάνεις εσύ, όμως δίνει αλήθειες για τον άνθρωπο και ειδικά εκείνον που πιστεύει σ' αυτό που κάνει και δεν εγκαταλείπει εμπρός στις επιθέσεις που θα δεχτεί, επειδή πολλοί δεν τον καταλαβαίνουν...
      Τα λέμε πάλι.

      Διαγραφή
    3. Σε αναμονή του Γλάρου σου λοιπόν! Διαφορετικός? Ασφαλώς και είναι και δε θα μπορούσε να μην είναι - κάθε πτήση διαφέρει από την άλλη, κανένας γλάρος δεν κάνει την ίδια. Μα η πτήση είναι πτήση...

      Όσο αφορά τη σημερινή κατάσταση, τις προτιμήσεις του κοινού, τις μαζικές συνήθειες, κλπ... είναι μια πραγματικότητα που με θλίβει και, ενίοτε, με ενοχλεί βαθιά. Και για όσους ισχυρίζονται πως "πάντα έτσι ήταν και δε γίνεται αλλιώς", θα μπορούσα να αντιτάξω άφθονα αντεπιχειρήματα - σχετικά με τα ΜΜΕ, το εμπόριο, τη παιδεία, κλπ. Αλλά ας μη μακρηγορήσω - είμαι βέβαιος πως καταλαβαίνεις απόλυτα.

      Πάμε για καινούργιες πτήσεις - με ή χωρίς τους γλάρους στο πλευρό μας...

      Διαγραφή