2 Απριλίου 2014

Lullabies on Fascination Street - Η Ιστορία των Cure, μερος Ι






Ααα. Οι Cure. Ο παλιόφιλος Robert Smith. Aκούς ξανά τη μουσική τους και αισθάνεσαι πως ταξιδεύεις πίσω στα παλιά, ανταμώνεις με παρέες, επισκέπτεσαι μέρη που άλλοτε σύχναζες συχνά, αναβιώνεις συναισθήματα καταχωνιασμένα στα ενδότερα των αναμνήσεων σου. Αισθάνεσαι όμορφα. Είναι λες και πίνεις εκείνο το ποτήρι με κρασί που είχες καταχωνιάσει για χρόνια στο ράφι, μα ανοίγοντας το σε κατακλύζει μεμιάς το άρωμα από περασμένες εμπειρίες. Νιώθεις πως τις ζεις για άλλη μια φορά.

Πολλοί από εμάς έχουμε συνδέσει τους Cure με ιδιαίτερες φάσεις της ζωής μας – όχι απαραίτητα ευχάριστες, όχι απαραίτητα δυσάρεστες, σίγουρα όμως χαρακτηριστικές. Οι πρώτοι μας έρωτες – ή ενδεχομένως οι πρώτες ερωτικές μας απογοητεύσεις. Οι φάσεις που μέναμε μόνοι στο δωμάτιο μας, ο κόσμος έξω αφιλόξενος, και η μουσική να παίζει ξανά και ξανά τραγούδια που σιγοτραγουδούσαμε τους στίχους. Πόσες φορές δεν αφεθήκαμε σκόπιμα στην αραχνιασμένη δίνη ενός “Lullaby, δεν αισθανθήκαμε την ανάγκη να χορέψουμε σα νυχτόβια ξωτικά με το “Why Cant I Be You, δεν παρασυρθήκαμε με την ξέφρενη αισιοδοξία ενός “Friday Im In Love.

Πόσες φορές δε περιφρονήσαμε κρυφά και όλους εκείνους  που γνώριζαν τους Cure από αυτά και μόνο τα ραδιοφωνικά «χιτάκια» τους! Όχι εμείς όμως, που διυλίζαμε κάθε τραγούδι και κάθε στίχο του Robert Smith, λιώνοντας με τη σειρά τον έναν μετά τον άλλο από τους δίσκους τους. Χαμένοι στον ομιχλώδη κόσμο του “Seventeen Seconds, παρασυρόμενοι από την ψυχεδέλεια του “Top, ταξιδεύοντας στα πλούσια ηχοτρόπια του “Kiss Me Kiss Me Kiss Me. Παραδομένοι στη μαυρίλα του “Pornography- τότε που ένιωθες πως η άβυσσος η ίδια συνιστά ένα φιλόξενο μέρος.

Το σημερινό κείμενο απευθύνεται λοιπόν σε εμάς που δεν ακούσαμε απλά, μα ζήσαμε τη μουσική των Cure και που φέρνουμε πάντα κατά νου τον Robert Smith σαν εκείνο τον φίλο απ’ τα παλιά, με τον οποίο θα πάμε για ένα κρασάκι και θα αφηγηθούμε ιστορίες απ’ τα περασμένα, χαρούμενες και θλιβερές, απάνεμες και θυελλώδεις. Και – ποιός ξέρει – ίσως ζήσουμε μια καινούργια ιστορία, έτοιμη να ξετυλίξει τις σελίδες της για μας. Η μουσική των Cure θα δώσει πάλι το παρόν, να είστε βέβαιοι γι’ αυτό.

Μια ματιά στην ιστορία και τη δισκογραφία των Cure, λοιπόν! Ένα συγκρότημα που πάντρεψε ουκ ολίγα μουσικά στυλ στα 30 και βάλε χρόνια της μουσικής παρουσίας του και ένας frontman που μοιράστηκε μαζί μας λέξεις και ήχους που έχουν, θαρρείς, γεννηθεί σε κάποιον φανταστικό παιχνιδότοπο, ένα ρόλερ κόστερ που σε εκτινάσσει στα ύψη και σε ρίχνει κάτω απότομα, διασχίζοντας χώρες πολύχρωμες και γκρίζες, χαρούμενες και σκοτεινές – Κι αυτό, ενώ παράλληλα έχεις βυθίσει το ενθουσιασμένο σου μούτρο σε ένα μπολ με παγωτό, ξέχειλο ως πάνω με σιρόπι. Ναι, αυτή είναι η μουσική των Cure και αυτός είναι ο ιδιαίτερος κόσμος του Robert Smith!

Ας τον θυμηθούμε λοιπόν...









Μέρος Ι – Τρία φανταστικά παιδιά και ένας Άραβας στο Κάιρο




Ο πάνω τίτλος θα μπορούσε να έχει δοθεί σε κάποια φτηνή σειρά παιδικής λογοτεχνίας, ή ενδεχομένως να είναι το όνομα μιας παιδικής τηλεοπτικής σειράς – σίγουρα παραπέμπει σε κάτι παιδικό πάντως, όπως παιδικό σχεδόν φαντάζει το εξώφυλλο του πρώτου δίσκου των 
Cure: Ένα ψυγείο, ένα φωτιστικό και μια σκούπα, σ’ ένα ροζ φόντο. Μεγαλοπρεπής μινιμαλιστική αισθητική, pop-art μεταφερμένη στην κουζίνα ενός σπιτιού, ή απλά έλλειψη έμπνευσης; Και όσο τα τραγούδια διαδέχονται το ένα το άλλο, η φωνή του Robert Smith μοιάζει σχεδόν με φωνή παιδιού – η χροιά του έμελλε να αλλάξει πολύ τα επόμενα χρόνια.

Κι όμως, αυτός ακριβώς ο πρώτος δίσκος των Cure με τίτλο “Three Imaginary Boysσηματοδοτεί ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα ντεμπούτα άλμπουμ της εποχής του και έναν δίσκο που καταδεικνύει όσο κανένας άλλος τις μουσικές ρίζες του συγκροτήματος. Μία μπάντα που είχε ήδη προκαλέσει αίσθηση με το αμφιλεγόμενο πρώτο single τους, ένα τραγούδι που αναφέρεται σε κάποιον Άραβα που σκοτώνεται σε μια παραλία...









Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά που έγιναν. Ήταν 1976 και στο Crawley της Αγγλίας κάποιοι νεανίες επίδοξοι μουσικοί,  οι οποίοι είχαν μόλις τελειώσει το σχολείο, πρόσεξαν μια αγγελία της ανεξάρτητης “Hansa Records: «Θέλετε να ηχογραφήσετε τα τραγούδια σας με την εταιρεία μας;». Αμέ, πως δε θέλουμε, σκέφτηκαν τα παλικάρια. Έπιασαν λοιπόν τα μουσικά τους όργανα, προσπάθησαν να γράψουν ορισμένα τραγούδια της προκοπής και τα συνόδεψαν με στίχους. Mεταξύ των παιδιών (τα οποία δε χρειάζεται να αναφέρουμε όλα, καθώς οι μισοί θα εγκατέλειπαν το συγκρότημα σύντομα) ανήκαν ο ντράμερ Laurence Tolhurst και ο κιθαρίστας Robert Smith

Επηρεασμένοι από τον David Bowie και το κίνημα της glam rock (μουσικά, όσο και στυλιστικά, κάτι που θα φαινόταν κυρίως με την πάροδο των χρόνων), γουστάροντας τον Jimi Hendrix και εμποτισμένοι από την αναδυόμενη punk αισθητική της εποχής τους, το νεόφυτο σχήμα έφερε αμφισβητούμενες ικανότητες (έμεινε γνωστή η αδυναμία του Tolhurst να παίξει ντραμς της προκοπής), μα και άφθονη ενέργεια – ενώ ο κύριος Robert Smith είχε την ιδιαίτερη ικανότητα να συνθέτει τραγούδια που κατόρθωναν να καρφωθούν στο μυαλό σου, τραγούδια που συνόδευε με αρκετά χαρακτηριστικούς και ιδιαίτερα εσωτερικούς στίχους.




Οι Cure στις πρώιμες τους μέρες και ένας αγνώριστος Robert Smith!



Ήταν μία διαφορετική εκδοχή της ποπ, εναρμονιζόμενη πλήρως με το μουσικό κύμα που σάρωνε τις δύο όχθες του Ατλαντικού εκείνον τον καιρό, ένα κύμα που συνδύαζε ωμή ενέργεια, μία αντισυμβατική ιδεολογία, με εύπεπτα, τρίλεπτα ή τετράλεπτα τραγούδια. Το 1977 είδε την έκρηξη του φαινομένου της πανκ και στα χρόνια που ακολούθησαν η πανκ άπλωσε κλαδιά προς άφθονες κατευθύνσεις, επηρεάζοντας πλήθος κόσμου και μεταμορφώνοντας η ίδια τον εαυτό της. Στα τέλη της δεκαετίας κυριαρχούσε το κίνημα του post-punk, και σε αυτόν τον χώρο συχνά εντάσσει ο κόσμος τους Cure των πρώτων χρόνων. Στην επιθετικότητα της αρχικής πανκ η post-punk αντιτάσσει εσωστρέφεια, μινιμαλισμό και πειραματικές διαθέσεις. Στα εκατοντάδες σχήματα της εποχής που δοκίμασαν να εκφραστούν σε ανάλογες φόρμες ανήκαν και οι πρώιμοι Cure.

Αρχικά το συγκρότημα ονομαζόταν Easy Cure, στην πορεία όμως εγκατέλειψαν το “easyστον τίτλο, θεωρώντας το υπερβολικά «χίππικο». Η αρχική πορεία τους φάνταζε σαν περπάτημα σε ένα υπερβολικά κακοτράχαλο μονοπάτι, από εκείνα που φαίνεται να οδηγούν σε αδιέξοδο – για να μη πω και στον γκρεμό. Το να σε εγκαταλείπει άρον άρον η εταιρεία σου ενώ εσύ βρίσκεσαι ακόμα στο στάδιο της ηχογράφησης των πρώτων σου... demo, δε συνιστά την πλέον ελπιδοφόρα αρχή για κανέναν επίδοξο, νέο μουσικό! Έτσι έγινε όμως με τους Cure, όταν η Hansa Records αρνήθηκε να έχει οποιαδήποτε σχέση με το τραγούδι “Killing an Arab, το οποίο το συγκρότημα επιθυμούσε να κυκλοφορήσει ως πρώτο του single.








To τραγούδι αναφέρεται στην δολοφονία ενός Άραβα σε κάποια παραλία και μεμιάς θεωρήθηκε ρατσιστικό, μία φήμη που θα το συνόδευε για πολλά χρόνια ακόμα και ένας λόγος που το ίδιο το συγκρότημα διατήρησε μια αμφιλεγόμενη στάση απέναντι του. Λίγοι βέβαια γνώριζαν τον καιρό εκείνον πως το τραγούδι έχει ως βασική αναφορά του το υπαρξιστικό μυθιστόρημα του Αλμπέρ Καμύ «Ο Ξένος», το οποίο περιλαμβάνει τη σκηνή με τον θάνατο του Άραβα, σε ένα από τα κομβικά του κεφάλαια. Ο Robert Smith ενδιαφερόταν πολύ για το κίνημα του υπαρξισμού και συχνά στους στίχους του θα βρείτε αναφορές σε θέματα που απασχόλησαν τους υπαρξιστές, όπως ο θάνατος, η ελευθερία, η αποξένωση και η αίσθηση (ή ή ανυπαρξία) νοήματος. Ο κόσμος βέβαια που πιθανό να άκουγε το τραγούδι στο ραδιόφωνο αγνοούσε την πηγή έμπνευσης, δεν είχε ιδέα ποιό ήταν το περιεχόμενο του «Ξένου», ενώ ο Αλμπέρ Καμύ πιθανό να τους ήταν γνωστός μόνο ως όνομα – εν μέρει λοιπόν βρίσκω λογικό που το κομμάτι κατακρίθηκε ως ρατσιστικό.

Κρίμα και άδικο βέβαια, καθώς πρόκειται για ένα από τα ωραιότερα δείγματα της ποστ-πανκ μουσικής των καιρών του! Στο τραγούδι η φωνή του Smith αντηχεί σχεδόν ξύλινη, χωρίς συναίσθημα, λες και τραγουδάει ρομπότ, κάτι που δεν είναι τυχαίο σε ένα κομμάτι που έχει ως κεντρικό του θέμα την αποξένωση του σύγχρονου ανθρώπου. Δε ξέρω που βρίσκομαι, δε γνωρίζω τι κάνω, ποιός είμαι, τι νόημα έχουν όλα. «I’m alive… I’m dead… I am a stranger… Killing an Arab”. (click)







Αυτή θα μπορούσε να είναι η αρχή του τέλους. Θα μιλούσαμε για τους Cure ως ένα από εκείνα τα «θαμμένα» συγκροτήματα, που κυκλοφόρησαν ένα-δυο καλά τραγούδια και μετά χάθηκαν στην αφάνεια. Θα μπορούσε να είχε υπάρξει αυτή η εξέλιξη – εάν δεν ήταν ένας άνθρωπος. 

Ο λόγος για τον παραγωγό 
Chris Parry, στον οποίο χρωστούσαν πολλά οι νεογέννητες μπάντες των The Jam και Siouxsie and the Banshees. Ο Parry άκουσε τα πρώτα ντέμο των Cure και τα βρήκε ιδιαίτερα ενδιαφέροντα. Στα πρώτα αυτά τραγούδια ανήκαν τα “Boys Dont Cry, “Fire In Cairo, “Its Not Youκαι “10.15 Saturday Night. Στην πορεία γνώρισε τα μέλη του συγκροτήματος (το οποίο ήταν πλέον τρίο από πέντε μέλη που ξεκίνησαν αρχικά και είχαν ήδη ξεκινήσει να κάνουν δουλειές αλλού – ο Tolhurst εργαζόταν σε ένα εργαστήριο χημείας). Γνωρίζοντας τη μπάντα τους συμπάθησε, παρά το γεγονός πως απουσίαζε πλήρως κάθε στυλιστική αίσθηση σε αυτούς (κάτι απαραίτητο για τους πανκς της εποχής), και σύντομα υπέγραψε μαζί τους στη δική του εταιρεία “Fiction.









Kάπως έτσι λοιπόν σώθηκαν οι Cure. Για μία ακόμα φορά θα έφταναν στο χείλος του γκρεμού, και η δεύτερη φορά θα ήταν ακόμα σοβαρότερη σε σχέση με την πρώτη, αλλά γι’ αυτό θα μιλήσουμε στη συνέχεια!

Το “Killing an Arabθα κυκλοφορούσε τελικά ως single και ουκ ολίγα μουσικά έντυπα ενθουσιάστηκαν, απονείμοντας του μάλιστα τον τίτλο του “single της εβδομάδος”, ενώ το 1979 έμελλε να δουν και το πρώτο τους πρωτοσέλιδο στο μουσικό περιοδικό “Sounds. Αυτό ενώ παράλληλα εξαπλωνόταν η αρνητική, ρατσιστική φήμη του τραγουδιού. Σε μία συναυλια του συγκροτήματος στο Nashville, κι ενώ βρισκόμαστε ακόμα στο έτος 1979, έδωσε ξαφνικά το παρόν μια μεγάλη ομάδα του νεοναζιστικού Εθνικού Μετώπου, θεωρώντας πως το “Killing an Arabέχει ρατσιστικό περιεχόμενο και πως οι Cure είναι «δικοί τους». Εδώ που τα λέμε, οι ναζί και οι φασίστες είχαν πάντα αυτή την τάση να βλέπουν κοντόφθαλμα τα πράγματα, εμποτισμένοι από το φυλετικό τους μίσος και την μερική (στην καλύτερη περίπτωση) απουσία εγκεφάλου που τους χαρακτηρίζει. Από τότε που έγινε το συγκεκριμένο περιστατικό, ο Smith και οι Cure έδιναν όλο και λιγότερη έμφαση στο συγκεκριμένο τραγούδι, τόσο στα λάιβ όσο και στις συνεντεύξεις τους, θέλοντας να αποτινάξουν οποιαδήποτε υποψία ρατσιστικής ιδεολογίας.

Εξάλλου, είπαμε. Η πλειοψηφία του κόσμου δεν θα καταλάβει αν του πεις για τον Καμύ και τον υπαρξισμό. Μάλλον θα απομείνει να σε κοιτάζει με ανοιχτό το στόμα. Από το να θεωρεί λοιπόν πως το τραγούδι έχει ως περιεχόμενο του το μίσος απέναντι σε αλλοεθνείς, καλύτερα να του δίνεις όσο λιγότερη έμφαση γίνεται. Κάπως έτσι έπραξαν οι Cure.








Tην ίδια περίοδο, κι ενώ το κίνημα του post punk βρισκόταν στο απόγειο του, οι Cure κυκλοφόρησαν επιτέλους το ντεμπούτο άλμπουμ τους, με τίτλο “Three Imaginary BoysKαι αυτό το εντελώς χαρακτηριστικό εξώφυλλο, με το ψυγείο, τη σκούπα και το φωτιστικό (τα «τρία φανταστικά παιδιά» του τίτλου;), το οποίο δεν ήταν επιλογή του Smith ή της μπάντας, αλλά της εταιρείας. 

Οι Cure, βλέπετε, δεν είχαν ακόμα κάποιο “imageνα πουλήσουν. Οι μέρες του make up δεν είχαν έρθει ακόμα και για ένα συγκρότημα που, λίγο πολύ, ανήκε στις παραφυάδες της πανκ μουσικής, η εικόνα έπαιζε σημαντικό ρόλο. Δεν ήταν παρά ορισμένα νεαρά παιδιά, με μινιμαλιστική σκηνική παρουσία, που ωστόσο ήξεραν να γράφουν ενδιαφέροντα τραγούδια. O Chris Parry θεώρησε πρέπον να διαμορφώσει ένα αντισυμβατικό εικαστικό στυλ, αντίστοιχο με το anti-image του συγκροτήματος, απογυμνωμένο από οποιαδήποτε υπόνοια συναισθήματος.  

Στον 
Robert Smith δεν άρεσε.








Αντίστοιχα οι Cure δεν είχαν πολύ μεγάλο λόγο πάνω στο περιεχόμενο του δίσκου, ή στην επιλογή των τραγουδιών. Θεώρησαν πως το αποτέλεσμα ήταν περισσότερο «ποπ» σε σχέση με τις αρχικές, σκοτεινότερες και σαρκαστικές διαθέσεις τους. Η σατιρική διάθεση γίνεται έντονη στο τραγούδι “So What” (click), στο οποίο οι στίχοι δε συνιστούν παρά απαγγελία μιας διαφημιστικής προσφοράς με ένα φωνητικό στυλ που παραπέμπει στο «φτύσιμο» των στίχων από τις κλασικές βρετανικές πανκ μπάντες. Οι σκοτεινές διαθέσεις του συγκροτήματος εξάλλου φαίνονται ιδιαίτερα στο αργό και ατμοσφαιρικό “Subway Song, με αυτή την χαρακτηριστική, ανατριχιαστική τσιρίδα στο φινάλε, καθώς και στο ομότιτλο “Three Imaginary Boys, το μουσικό στυλ του οποίου παραπέμπει στην πορεία που θα ακολουθούσαν οι Cure τα επόμενα χρόνια.

Το εναρκτήριο “10.15 Saturday Night” (click) ανήκει σαφέστατα στα κορυφαία τραγούδια των πρώιμων Cure, ένας ύμνος στην αποξένωση και τη μοναξιά και ένα τραγούδι ολικής post punk αρτιότητας. Αυτή η βρύση που κυλάει, κυλάει, κυλάει στον νιπτήρα, ενώ τα φώτα είναι κλειστά και η νύχτα σέρνει βασανιστικά τα βήματα της θα στοιχειώνει κάθε έναν από μας, που ένιωσε κάποτε να ταυτίζεται με το περιεχόμενο των στίχων του. Το “Accuracyείναι ένα από τα αγαπημένα τραγούδια του Σμιθ, ενώ το “Grinding Halt” (click) ανήκει στα δυναμικότερα κομμάτια του δίσκου. Σε όλα αυτά η φωνή του Smith ηχεί εντελώς διαφορετική από τον Robert Smith των ύστερων χρόνων. Όχι μόνο η χροιά του φαντάζει περισσότερο «εφηβική», μα και το συναίσθημα με το οποίο τον έχουμε ταυτίσει δείχνει να απουσιάζει. Πραγματικά ο δίσκος διαπνέεται πλήρως από εκείνο το «δε με νοιάζει τίποτα, δε δίνω δεκάρα για κανέναν» attitude, τόσο χαρακτηριστικό της πανκ φιλοσοφίας.

Το “Fire In Cairo” (click) συνιστά μία από τις περισσότερο ποπ, μα και όμορφες στιγμές του δίσκου. Διαχρονικά αγαπημένο μέσα στην απλότητα του, θυμίζοντας σχεδόν παιδικό τραγουδάκι στο ρεφραίν, το συγκρότημα συνεχίζει να το τιμάει στα λάιβ του τόσα χρόνια μετά. Aπό την άλλη, κομμάτια όπως το “Meat Hookκαι η διασκευή στο “Foxy Ladyτου Jimi Hendrixθα ήταν καλύτερα αν τα ξεχνούσαμε. Δεν είναι τυχαίο που δεν συμπεριλαμβάνονται στην αμερικανική έκδοση του δίσκου, η οποία κυκλοφόρησε με τον τίτλο “Boys Dont Cry, με διαφορετικό εξώφυλλο (στο πνεύμα του “Fire In Cairo) και άλλο περιεχόμενο και σειρά τραγουδιών. Εδώ το συγκρότημα είχε λόγο, βλέπετε, και είναι φανερό. Στην αμερικανική αυτή εκδοχή του ντεμπούτου συμπεριλαμβάνονται και τα “Boys Dont Cry, “Killing an Arabκαι “Jumping Someone Elses Train, τρία από τα γνωστότερα τραγούδια τους, τα οποία ντροπιαστικά δεν περιλαμβάνονταν στην επίσημη, βρετανική εκδοχή του άλμπουμ! Πραγματικά αναρωτιέμαι που είχαν το μυαλό τους οι παραγωγοί.








Για το “Killing an Arabμιλήσαμε. Το “Jumping Someone Elses Train” (click), με αυτόν τον τόσο χαρακτηριστικό ρυθμό του που θυμίζει τρένα που συναγωνίζονται το ένα το άλλο για το ποιό θα φτάσει γρηγορότερα στον τερματισμό, έχει ως σημείο αναφοράς του τον ανταγωνισμό που είχε καλλιεργηθεί ανάμεσα σε διάφορες βρετανικές μπάντες του κινήματος τoυ Μod Revival, της εποχής. Κοινώς, ποιός θα «πατήσει πάνω σε ποιόν».

Όσο αφορά το “Boys Dont Cry” (click), νομίζω τα πολλά λόγια είναι περιττά. Ένα από τα διαχρονικότερα τραγούδια των Cure και ένας ύμνος της ποπ κουλτούρας, από εκείνα που έχουν ακούσει σχεδόν οι πάντες ακόμα και αν δεν έχουν σχέση με τη μουσική τους, το οποίο παντρεύει στιχουργικά (μα και στη μελωδία των φωνητικών) τη μελαγχολία της εγκατάλειψης με εκείνο το γλυκό, σχεδόν αισιόδοξο αίσθημα που έμελλε να δούμε ξανά και ξανά στους Cure των ύστερων χρόνων. «Ναι, φίλε μου, τα πράγματα δεν πήγαν όπως επιθυμείς, μα χαμογέλα, η ζωή συνεχίζεται». Αυτό είναι το μήνυμα και πως να μη ταυτιστείς μαζί του. Δε θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε πως πολλοί από εμάς αγαπήσαμε αρχικά τους Cure με κομμάτια όπως αυτό. Φυσικά το τραγούδι  κυκλοφόρησε ως single, εντός αποθεωτικών κριτικών («Ο Τζον Λέννον όπως θα τραγουδούσε στα 12 ή 13 του» ήταν μία από αυτές, με κάποια δόση υπερβολής ίσως), ωστόσο δε σημείωσε επιτυχία τον καιρό εκείνο. Οι μέρες μαζικής απήχησης των Cure δεν είχαν ακόμα έρθει.








Φτάνοντας στο τέλος της πρώιμης εκείνης φάσης του συγκροτήματος, αξίζει να αναφέρουμε το project του Robert Smith με τον ποζεράδικο τίτλο “Cult Heroκαι την ακόμα περισσότερο ποζεράδικη μουσική του, όπως τουλάχιστον φάνηκε στα τραγούδια “Im a Cult Hero (click) και “I Dig You” (click), αμφότερα ύμνοι μιας περισσότερο χύμα ροκ αισθητικής που δε θα βλέπαμε ξανά από τους CureMεταξύ άλλων, το project συμπεριλαμβάνει τον Simon Gallup στο μπάσο, με τον οποίο τότε ο Smith ξεκίνησε μια μακρόχρονη, άκρως εποικοδομητική συνεργασία: ο Gallup θα γινόταν το δεύτερο, μετά τον Σμιθ, μακροβιότερο μέλος των Cure.

Κι ενώ οδεύουμε σταδιακά στην δεκαετία του 80, σύννεφα ομίχλης φαίνεται να καλύπτουν το μουσικό ουρανό και τις διαθέσεις του συγκροτήματος. Η σκοτεινότερη περίοδος των Cure βρισκόταν προ των πυλών.



Αντί Επιλόγου

Πριν λίγες μέρες μοιράστηκα εδώ μαζί σας το λινκ για το αφιέρωμα στους Cure, την αυθεντική εκδοχή του οποίου και θα βρείτε στα Μουσικά Χνάρια (< κλικ). Ωστόσο αποφάσισα, στην παρούσα φάση τουλάχιστον, τα μεγάλα μουσικά αφιερώματα να τα γράφω ολόκληρα και στα δύο blogs μου, προκειμένου να είναι προσβάσιμα σε μεγαλύτερο μέρος κόσμου. Επίσης αναγκαστικά θα χωρίζω στο εξής το κείμενο σε μικρότερα μέρη, αλλιώς ο Blogger δε το εμφανίζει στη ροή των αναρτήσεων (τα έχουμε ξαναπεί αυτά, δυστυχώς πρόκειται για ένα ελλάτωμα του Blogger, και για το οποίο η μόνη λύση είναι να κόβω τα πολύ μεγάλα κείμενα σε συνέχειες).

Λίαν συντόμως λοιπόν η συνέχεια του αφιερώματος μας...




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου