10 Ιουνίου 2015

Έργα και Ημέρες του Stanley Kubrick, μέρος 2: Οι 11 Καλύτερες Ταινίες





Αντί Προλόγου


Με το πελώριο αυτό αφιέρωμα ολοκληρώνουμε το ταξίδι μας στον ιδιαίτερο κινηματογραφικό κόσμο του Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Και αν στο πρώτο μέρος του αφιερώματος αναλύσαμε εκτενώς τα πρώτα βήματα του σκηνοθέτη, τις επιρροές, τις τεχνικές, μα και τη φιλοσοφία που διέπει τις ταινίες του… είναι πια καιρός να μεταβούμε στις ίδιες τις ταινίες!

Για όσους το έχασαν, μπορείτε να διαβάσετε το πρώτο μέρος της παρουσίασης στο ακόλουθο link:

Έργα και Ημέρες του Stanley Kubrick, μέρος πρώτο

Εμπρός λοιπόν! Κουρδίζουμε τη χρονομηχανή μας, εφοδιαζόμαστε με απαραίτητη κινηματογραφική διάθεση και ξεκινάμε το ταξίδι για άλλη μια φορά! Ιδού τα 11 έργα που χάραξαν σε περίοπτη θέση το όνομα “Stanley Kubrick” στον κινηματογραφικό χάρτη του 20ου αιώνα.


Οι 11 καλύτερες ταινίες του Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Κατάταξη και Ανάλυση.


11 # Spartacus (1960)





Ο «Σπάρτακος» αποτελεί σταθμό για τη σταδιοδρομία του σκηνοθέτη, σταθμό για τις ιστορικές υπερπαραγωγές της δεκαετίας του 50 και του 60, σταθμό για το Χόλυγουντ, μα… παραμένει η λιγότερο «Κιούμπρικ» ταινία από όλες. Εξ’ ου και η τοποθέτησή της στην 11η θέση της λίστας. Πρόκειται για ένα επικό έργο και ένα από τα εντυπωσιακότερα φιλμ των καιρών του, αναπαράγοντας με πειστικό τρόπο το κλίμα της αρχαίας Ρώμης, πλουμισμένο με φαντασμαγορικά σκηνικά, πληθωρικό σε ερμηνείες, μάχες, κοστούμια, σκηνικά, ρομάντζα, δραματικές σκηνές… όλα όσα χρειάζεται για να προκύψει ένα blockbuster. Πόσος κόσμος, αλήθεια, δεν έμεινε με το στόμα ανοιχτό παρακολουθώντας τότε, εν έτει 1960, στη πολύχρωμη κινηματογραφική οθόνη, το έργο αυτό. Δε θα ήταν υπερβολή αν κατατάσσαμε τον «Σπάρτακο» στην κορυφή της λίστας με τα ιστορικά/επικά φιλμ της εποχής, ξεπερνώντας ταινίες όπως ο «Μπεν Χουρ» και το «Κβο Βάντις» και συνιστώντας πρότυπο για μεταγενέστερα φιλμ όπως ο «Μονομάχος»…

Μα, επιμένουμε – δεν είναι ταινία του Κιούμπρικ αυτή. Είναι απλά ένα έργο στο οποίο ο Κιούμπρικ έτυχε να αναλάβει τον ρόλο του σκηνοθέτη – και αυτός δεν έκανε άλλο, παρά να υποδυθεί το ρόλο που του έδωσαν, σαν ένας καλός ηθοποιός που απαγγέλει τις γραμμές του. Η ουσιαστική εμπλοκή του υπήρξε επιφανειακή. Τέρας ελέγχου, ο Κιούμπρικ επιθυμούσε να πλάθει και να διαμορφώνει σύμφωνα με το προσωπικό του όραμα κάθε πτυχή των έργων του – από τη φωτογραφία στις ερμηνείες των ηθοποιών, από τους διαλόγους στην ατμόσφαιρα, από τα πλάνα στην πλοκή. Δεν είναι τυχαίο που σε όλα τα έργα του σχεδόν έγραψε ο ίδιος το σενάριο. Η ταινία του ανήκε, ήταν η προσωπική κατάθεση ενός δημιουργού προς το έργο τέχνης του.

Ο «Σπάρτακος» όμως δεν ανήκει στην κατηγορία αυτή. Ο Κιούμπρικ δεν ήταν το αφεντικό εδώ – ήταν απλά ένας υπάλληλος. Ουσιαστικά προσελήφθη ως σκηνοθέτης από τον ηθοποιό και κεντρικό σταρ του έργου, Κερκ Ντάγκλας, καθώς ο προηγούμενος σκηνοθέτης του έργου δεν τον ικανοποιούσε. Η ταινία αποπνέει Χόλυγουντ από πάνω μέχρι κάτω και στο Χόλυγουντ ο ηθοποιός ήταν το αστέρι – όχι ο σκηνοθέτης. Ο ηθοποιός έκανε κουμάντο – αυτό εφόσον φυσικά είχε φτάσει στα επίπεδα δημοτικότητας ενός Κερκ Ντάγκλας. Έτσι λοιπόν ο Ντάγκλας προσέλαβε τον Κιούμπρικ, όντας ικανοποιημένος από την προγενέστερη συνεργασία τους στο “Paths of Glory”. Και ο Κιούμπρικ αποδέχτηκε την πρόσκληση.






Ήταν μια καθοριστική κίνηση για την καριέρα του. Η επιτυχία του έργου ήταν σαρωτική, καταιγιστική· και ο Κιούμπρικ, ένας νεαρός ακόμα σκηνοθέτης που δεν είχε πολλές ταινίες στο ενεργητικό του και λίγα μόλις χρόνια πριν εργαζόταν ως φωτογράφος για ένα δημοσιογραφικό περιοδικό, έγινε ξάφνου περιζήτητος. Οι δρόμοι είχαν ανοίξει. Το Χόλυγουντ άπλωνε στα πόδια του μια πλατειά λεωφόρο, πασπαλισμένη με χρυσόσκονη. Ο ίδιος δεν είχε παρά να τη βαδίσει…

Δεν το έκανε όμως. Μπορεί ο δρόμος να ήταν χρυσός, μα δεν ήταν ο δικός του δρόμος αυτός. Τι σημασία έχουν τα πλούτη, αν έχεις απολέσει τη δημιουργική ελευθερία σου, αν είσαι απλά γρανάζι μιας πελώριας παραγωγικής μηχανής. Ο δρόμος του Στάνλεϋ Κιούμπρικ αντίκριζε πέρα από το Χόλυγουντ, πέρα από τον εμπορικό κινηματογράφο. Σε μια συνέντευξή του εξάλλου, τον καιρό εκείνο, είχε αναφέρει πως ήταν μεγαλύτερη η επιρροή του Αϊζενστάιν για τη σκηνοθεσία του «Σπάρτακου», παρά οι προγενέστερες ταινίες του είδους. Μεγαλύτερη η επίδραση του «Αλέξανδρος Νιέφσκι», παρά του «Μπεν Χουρ» (κλικ εδώ για την συνέντευξη).

Στην ιστορική μορφή του ίδιου του «Σπάρτακου» ο Κιούμπρικ είχε βρει ένα χαρακτήρα συναρπαστικό, βαθιά ελκυστικό. Ο λόγος; Αποτελούσε ουσιαστικά αντιήρωα, ένας άνθρωπος που πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα, μια αντισυμβατική μορφή. «Οι πρωταγωνιστές στο “Paths of Glory”, “The Killing”, στο «Σπάρτακο» και στο επόμενο έργο μου, τη «Λολίτα», είναι όλοι τους κοινωνικά παρείσακτοι, παλεύοντας για να κατορθώσουν κάποιον αδύνατο σκοπό· είτε να πετύχουν την τέλεια ληστεία, είτε να σώσουν αθώους ανθρώπους απ’ την εκτέλεση ενός μιλιταριστικού καθεστώτος, είτε να διατηρήσουν έναν δεσμό με ένα δωδεκάχρονο κορίτσι» - είχε πει σε μια άλλη συνέντευξη, τον καιρό εκείνο (η συνέντευξη εδώ).

Να λοιπόν ένα χαρακτηριστικό του «Σπάρτακου» που θα χαρακτηρίζαμε σήμα κατατεθέν του σκηνοθέτη.


10 # The Killing (1956)






Κουρδίζοντας το ρολόι του χρόνου λίγα χρόνια πίσω, φτάνουμε εκεί που όλα ξεκίνησαν. Το “The Killing” δεν είναι το πρώτο έργο του σκηνοθέτη – είναι όμως το πρώτο έργο άξιο αναφοράς. Πριν από αυτό ο ίδιος ο Κιούμπρικ δεν αναγνώριζε τον εαυτό του. Έπρεπε να γυριστεί αυτό το ιδιόμορφο, μικρής σχετικά παραγωγής, φιλμ νουάρ, για να ενταχτεί το όνομα “Stanley Kubrick” στον χάρτη των ανερχόμενων, νέων σκηνοθετών. Για πρώτη φορά είχε αρχίσει ν’ αχνοφαίνεται το δημιουργικό του όραμα. Οι σπίθες που ξεπετάχτηκαν σε μια δεκαετία θα γινόντουσαν φωτιά – μα όλα ξεκίνησαν, εν έτει 1956, με το “The Killing”.

Το έργο ακολουθεί την παράδοση των φιλμ νουάρ, που τόσα είχαν προσφέρει τα περασμένα χρόνια στον μύθο του κινηματογράφου. Έχουμε λοιπόν τους περιθωριακούς χαρακτήρες, τα σκοτεινά πλάνα, το έγκλημα, το φονικό, τη μοιραία γυναίκα, τον αμοραλισμό του είδους… όλα σήματα κατατεθέν του στυλ νουάρ. Ένα είδος που θα λέγαμε πως ταίριαζε στον Κιούμπρικ, γνωρίζοντας την έλξη που του ασκούσαν τα περιθωριακά στοιχεία και οι αμφίβολης ηθικής χαρακτήρες. Θεωρώ λοιπόν πως δε ήταν καθόλου τυχαίο πως το συγκεκριμένο έργο αποτέλεσε και τον πρώτο ουσιώδη σταθμό της φιλμογραφίας του.

Η επιτυχία της ταινίας ωστόσο παρέμεινε σε κριτικό επίπεδο – εισπρακτικά το έργο απέτυχε. Ήταν μάλλον αρκετά εξεζητημένο για το κοινό της εποχής. Εδώ δεν υπήρχε ο κλασικός ήρωας των περισσότερων νουάρ ταινιών – ο ντετέκτιβ – ούτε δέσποζε κάποιο μεγάλο όνομα στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Οι χαρακτήρες του όχι μόνο δεν είχαν τίποτα το ηρωικό πάνω τους, μα το ακριβώς αντίθετο: συνιστούσαν μέλη μιας σπείρας ληστών, ενωμένοι μόνο απ’ το κοινό συμφέρον, έτοιμοι να ποδοπατήσουν ο ένας πάνω στον άλλο αν παρουσιαστεί η ανάγκη. Ο νόμος της ζούγκλας ήταν ο μοναδικός νόμος που υπάκουαν – ένας νόμος που έμελλε να δούμε πολλές φορές σε πλήρη εφαρμογή στη μεταγενέστερη εργογραφία του σκηνοθέτη. Ένας νόμος που του ασκούσε μια ιδιαίτερη έλξη.






Οι κριτικοί χειροκρότησαν το εγχείρημα ως ένα από τα πλέον αξιόλογα. Η ενθάρρυνση αυτή που δέχτηκε από τους κριτικούς στο ξεκίνημά του και η αδιαφορία του κοινού φαντάζουν σχεδόν οξύμωρα, αν αναλογιστούμε πως με το πέρασμα των χρόνων οι ρόλοι θα αντιστρέφονταν: θα ήταν οι κριτικοί εκείνοι που θα απέρριπταν τα έργα του, τον πρώτο καιρό που προβάλλονταν, ενώ το κοινό θα τα αγκάλιαζε. Αυτό μέχρι να περάσουν μερικά χρόνια και να τα αναγνωρίσουν με τη σειρά τους και οι κριτικοί, φτάνοντας να θεωρήσουν ως αριστουργήματα ταινίες που, λίγα χρόνια πριν, απέρριπταν. Παράξενα πράγματα στον πιο παράξενο των κόσμων.

Ήταν το “Killing” η ταινία που έκανε γνωστό τον Κιούμπρικ στον Κερκ Ντάγκλας – χάρη σε αυτό έμελλε να ξεκινήσει η συνεργασία τους. Μα και ένας ακόμα σταρ θαύμασε το νεαρό σκηνοθέτη και επιζήτησε να συνεργαστεί μαζί του – ο λόγος για τον Μάρλον Μπράντο, ο οποίος είχε «θαυμάσει στον σκηνοθέτη το γεγονός πως κατόρθωσε να επιδείξει ένα τόσο ιδιαίτερο, προσωπικό στυλ, έχοντας τόσο μικρή σκηνοθετική πείρα» (κλικ εδώ). Μα η συνεργασία του Κιούμπρικ με τον Μπράντο δεν έμελλε να καρποφορήσει. Ο Μπράντο είχε σκηνοθετικές αξιώσεις και επιθυμούσε να ασκεί ο ίδιος έλεγχο – ο Κιούμπρικ όμως όχι. Από τότε φαινόταν πως δε θα άφηνε κανέναν να παρέμβει στις δημιουργικές του αξιώσεις.

Εκτός ίσως από τον Κερκ Ντάγκλας. Για λίγο, έστω.


9 # Lolita (1962)




H έλξη του Κιούμπρικ για το προκλητικό και το αντισυμβατικό είχε φανεί από νωρίς. Όπως επίσης το ενδιαφέρον του για τη λογοτεχνία – δεν είναι τυχαίο που όλα τα γνωστά έργα του (με εξαίρεση τον «Σπάρτακο») υπήρξαν διασκευές από βιβλία – το σενάριο των οποίων υπέγραφε ο ίδιος. Μα ο Κιούμπρικ δεν ενδιαφερόταν να αποδώσει πιστά ένα μυθιστόρημα επί οθόνης – μα να το μεταμορφώσει, να μετουσιώσει τη γλώσσα του σ’ ένα μέσο διαφορετικό, να του δώσει μια νέα, διαφορετική υπόσταση. Λογοτεχνία και κινηματογράφος έχουν άλλο κώδικα επικοινωνίας και ο Κιούμπρικ επιθυμούσε να αποκρυπτογραφήσει αυτόν τον κώδικα, να εντοπίσει τις διαφορές τους, να μεταπλάσει τα κοινά τους πάνω στον κινηματογραφικό καμβά. Το βιβλίο παρείχε το υλικό, τα χρώματα – μα η τελική σύνθεση, ο σχεδιασμός πάνω στην οθόνη ανήκε σε αυτόν. Δεν άφηνε να τον καταπιεί ένα λογοτεχνικό έργο – παρά του προσέδιδε τη δική του σφραγίδα. Γι’ αυτό το λόγο οι ταινίες του κατόρθωναν πάντα να σταθούν επάξια, αν όχι και να επισκιάσουν, τα γραπτά έργα πάνω στα οποία βασίστηκαν.

Μόνη εξαίρεση η «Λολίτα». Το μόνο από τα έργα του που δεν κατόρθωσε να επισκιάσει το λογοτεχνικό πρωτότυπο – αν και σίγουρα το κατέστησε γνωστό σε πλήθος κόσμου. Η «Λολίτα» του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ ανήκει στα λογοτεχνικά διαμάντια της εποχής του. Θα ήταν αδύνατο να ξεπεράσει η ταινία το πρωτότυπο, να μιλήσει στην ιδιαίτερη του γλώσσα, να αποδώσει το βάθος της χαρακτηρολογίας του – μα και το βαθιά προκλητικό, αμφιλεγόμενό του περιεχόμενο. «Πως κατόρθωσαν και γύρισαν σε ταινία τη “Λολίτα”;», τίθεται το ερώτημα στην αφίσα του έργου, προσελκύοντας την προσοχή του κόσμου, αποκαλύπτοντας το προκλητικό στοιχείο της ταινίας. Η απάντηση είναι απλή: τη γύρισαν, έχοντας αλλάξει τόσο το βιβλίο όσο χρειάζεται, προκειμένου να μπορεί να γίνει έργο.

Η δωδεκάχρονη «Λολίτα» του βιβλίου μεγαλώνει κατά 2-3 χρόνια στην ταινία – κάτι αναμενόμενο. Οι ερωτικές περιγραφές απαλείφονται, το ίδιο και η εμβάθυνση στον εσωτερικό κόσμο του κεντρικού ήρωα – του καθηγητή που είναι ερωτευμένος με το μικρό κορίτσι. Εν τέλει εκείνο που βλέπουμε στην οθόνη θυμίζει αρκετά το πρωτότυπο – μα δεν αγγίζει το βάθος του και αυτό είναι κάτι που ο ίδιος ο Κιούμπρικ το παραδέχτηκε αργότερα, ιδιαίτερα όσο αφορά την ερωτική διάσταση του βιβλίου. Αυτό πάντως δεν αναιρεί πως η κινηματογραφική «Λολίτα» συνιστά μια πραγματικά πολύ καλή ταινία, άξια της φιλμογραφίας του Κιούμπρικ, με πλήθος αξιομνημόνευτων στιγμών και δοσμένη με εικαστική μαεστρία – η φωτογραφία είναι πραγματικά υποδειγματική. Ακόμα και αν θα ήταν αδύνατο να φτάσει το βιβλίο, δύσκολα θα φανταζόταν κάποιος, εν έτει 1962, μια καλύτερη κινηματογραφική μεταφορά του.






«Μου είχε ασκήσει από την αρχή μεγάλη έλξη το βιβλίο, λόγω της ζωτικότητας που ανέδυε, της αίσθησης αληθοφάνειας και το εγγενές δράμα της κατάστασής του. Με διασκέδαζαν πάντα οι κατακραυγές περί «πορνογραφίας» από την πλευρά διάφορων αρθρογράφων σε στήλες ταινιών, καθώς για μένα η «Λολίτα» ήταν πάντα μια πολύ θλιβερή και τρυφερή ιστορία αγάπης», είχε πει σε μια συνέντευξη ο σκηνοθέτης (κλικ), ενώ σε μία άλλη ανέφερε πως «το κοινό θα ξεκινήσει νιώθοντας απώθηση για το «κάθαρμα αυτό» που αποπλανεί ένα όχι-και-τόσο αθώο παιδί, μα σταδιακά, καθώς συνειδητοποιούν πως αγαπάει πραγματικά το κορίτσι, θα διαπιστώσουν πως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο φαίνονται και δε θα βιαστούν να αποδώσουν ηθικές αξιολογήσεις». (κλικ).

Η «Λολίτα» αποτελεί έργο-σταθμό για τον Κιούμπρικ. Δύο μόλις χρόνια πριν είχε προηγηθεί η σαρωτική επιτυχία του «Σπάρτακου». Το γεγονός πως επέλεξε στη συνέχεια να γυρίσει μια ταινία που βρίσκεται στον απόλυτο αντίποδα του Χόλυγουντ και των κυρίαρχων νορμών που επικρατούσαν, φανέρωνε πως ο συγκεκριμένος σκηνοθέτης δεν υπάκουε παρά στο δικό του, προσωπικό όραμα. Αξίζει να αναφέρουμε πως η Warner είχε προσφέρει στον Κιούμπρικ ένα πολύ μεγάλο ποσό για να γύριζε την ταινία για τα δικά τους στούντιο. Αυτός όμως αρνήθηκε, γνωρίζοντας πως μια τόσο μεγάλη εταιρεία θα επιθυμούσε να έχει τον πρώτο λόγο στον τομέα του δημιουργικού ελέγχου. Ουσιαστικά η «Λολίτα» σηματοδότησε το ξεκίνημα της ρήξης του με τον κόσμο του Χόλυγουντ και του εμπορικού κινηματογράφου – και, ας επαναλάβουμε, το γεγονός πως αυτό συνέβη μετά την καταιγιστική επιτυχία του «Σπάρτακου» το καθιστά ακόμα περισσότερο ενδιαφέρον.






Με τη «Λολίτα» εξάλλου συνεχίζεται η παράδοση των αμφιλεγόμενων χαρακτήρων και της έλξης απέναντι στο παράνομο και αντισυμβατικό, που τόσο χαρακτήριζε τα έργα του. «Πάντα μου φαινόταν πως η καλλιτεχνική, η αληθοφανής αμφισημία – εάν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε μια τέτοια παράδοξη φράση – είναι η τελειότερη μορφή έκφρασης. Κανένας δεν επιθυμεί να του λέγονται τα πάντα. Πάρε τον Ντοστογιέφσκι για παράδειγμα. Είναι πολύ δύσκολο να πεις τι ένιωθε ο ίδιος για τους χαρακτήρες του».

Σε μια άλλη συνέντευξη της εποχής, παρομοίαζε τον έρωτα του καθηγητή για τη Λολίτα με εκείνο το αίσθημα του παρανόμου που δεσπόζει σε όλα τα μεγάλα λογοτεχνικά έργα: «Εάν λάβεις υπόψη σου το “Ρωμαίο και την Ιουλιέτα”, την “Άννα Καρένινα”, τη “Μαντάμ Μποβαρύ”, το “Κόκκινο και το Μαύρο”, θα διαπιστώσεις πως όλα είχαν για κοινό αυτό το αίσθημα του έκνομου, ή τουλάχιστον εκείνο που θεωρούνταν έκνομο τον καιρό εκείνον και σε κάθε περίσταση επέφερε την απόλυτη αποξένωσή τους από την κοινωνία». Αυτό ενώ ο ίδιος ο συγγραφέας αποφεύγει να πάρει ξεκάθαρη θέση, υπέρ ή κατά της σχέσης, παρά μόνο φτάνοντας στο τέλος, όταν «το κορίτσι έχει μεγαλώσει κατά τέσσερα χρόνια, δε συνιστά πλέον νυμφίδιο και αποκαλύπτεται η γνήσια, ανιδιοτελής αγάπη του Χάμπερτ για εκείνην». (κλικ)

Τέλος, είναι άξια αναφοράς η παρουσία του Peter Sellers στο έργο – σε έναν διαφορετικό ρόλο από εκείνον που θα τον συνηθίζαμε τα επόμενα χρόνια, οι μεταμορφώσεις του οποίου όμως θα προλείαναν το έδαφος για την επόμενη συνεργασία του με τον Κιούμπρικ – ο λόγος για το “Dr. Strangelove”.


8 # Full Metal Jacket (1987)





Υπάρχει μια σημαντική μερίδα κόσμου που θεωρεί το “Full Metal Jacket” ως μια «αντιπολεμική ταινία». Μα τα ιδεαλιστικά χρόνια του Kubrick είχαν περάσει – δεν βρισκόμαστε στα Sixties πια. Αντίθετα, είμαστε πλέον στην ύστερη περίοδο του σκηνοθέτη, τον καιρό που τα έργα του αντανακλούσαν τις σκοτεινές αποχρώσεις της ανθρώπινης φύσης και είχαν σκοπό να ψηλαφήσουν τα έσχατα βάθη της ψυχής. Το πρώτο μέρος του “Full Metal Jacket” το κατορθώνει αυτό με παραδειγματικό – ανατριχιαστικό, θα λέγαμε – τρόπο.

Ανέφερα «πρώτο μέρος». Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής της ταινίας, βλέπετε, είναι ο διακριτός διαχωρισμός της σε δύο ευδιάκριτα τμήματα. Το πρώτο αφορά την εκπαίδευση των Αμερικανών νεοσυλλέκτων, πριν κατευθυνθούν στον πόλεμο. Σκηνικό του είναι οι στρατώνες, οι θάλαμοι, τα γυμνάσια. Το δεύτερο μέρος από την άλλη μας κατευθύνει στην «καρδιά του σκότους» (χρησιμοποιώντας τη φράση από το βιβλίο που Κόνραντ, που ενέπνευσε μια άλλη, εξίσου γνωστή ταινία του είδους). Στο Βιετνάμ και στο επίκεντρο του πολέμου.

Αν και όσοι είδαν το έργο μέχρι τέλους γνωρίζουν καλά πως «η καρδιά του σκότους» δεν εστιάζεται σε μια γεωγραφική τοποθεσία – τη φέρουν μαζί τους οι ίδιοι οι στρατιώτες. Έδρα της, φυτώριό της, το κέντρο εκπαίδευσης των στρατιωτών. Εκεί που νεαροί, αμούστακοι σχεδόν άνθρωποι εκπαιδεύονται με παραδειγματικό τρόπο ώστε να γίνουν μηχανές πολέμου. Αδίστακτοι, ασυναίσθητοι δολοφόνοι, με μόνο στόχο τους την εκμηδένιση του αντιπάλου. Αυτή είναι η μεγαλύτερη γοητεία (και ταυτόχρονα, το πιο τρομακτικό στοιχείο) του έργου. Ο πόλεμος δεν βρίσκεται «εκεί έξω κάπου», σε κάποια μακρινή χώρα ή τοποθεσία. Όχι. Ο πόλεμος καλλιεργείται μέσα στην ίδια την ανθρώπινη ψυχή.






Πουθενά αλλού δεν αντανακλάται αυτό τόσο έντονα όσο στις δύο μοιραίες φιγούρες του πρώτου μέρους της ταινίας: τον σκληρόκαρδο λοχία Χάρτμαν και τον ευαίσθητο στρατιώτη Πάικ. Ο πρώτος εκπαιδεύει τους φαντάρους, μα η εκπαίδευση δεν είναι τόσο σωματικής φύσεως, όσο ψυχολογική. Σκοπός του είναι να μεταπλάσει το αρχικό ευέλικτο, λιωμένο μέταλλο σε ατόφιο ατσάλι. Οι μέθοδοι του είναι οι σκληρότερες δυνατές. 

Ο χοντρούλης στρατιώτης Πάικ, από την άλλη, είναι μάλλον υπερβολικά μαλθακός για να αντέξει μια διαδικασία σαν αυτή. Όπως όμως συμβαίνει με τόσους και τόσους νεαρούς φαντάρους, σε όλη την έκταση της οικουμένης και σε όλους τους χρόνους, ο νους και η καρδιά του είναι εύπλαστοι σαν τον πηλό. Μην έχοντας αναπτύξει ακόμα μια κάποια στιβαρή αίσθηση προσωπικότητας, μετέωρος ανάμεσα σε αντιφατικά περιβάλλοντα, ακαλλιέργητος νοητικά και πνευματικά, αδυνατώντας να πάει κόντρα σε εκείνο που τον πνίγει, καταλήγει να ενσωματώσει σταδιακά κάθε προπαγάνδα που δέχεται. Γίνεται η τέλεια μηχανή πολέμου. Εκτός από εκείνο το μικροσκοπικό κομμάτι της ψυχής του, που εξακολουθεί να αχνοφέγγει στο σκοτάδι – που φωνάζει στη σιωπή, διαμαρτυρόμενο για την ισοπέδωση της προσωπικότητάς του… 

Η κατάληξη του δράματος εξελίσσεται μπροστά στα έκθαμβα μάτια μας. Και δεν έχουμε καν βρεθεί στο μέσο της ταινίας!






Γιατί λοιπόν η 8η θέση στην κατάταξη; Διότι μεταβαίνοντας στο δεύτερο μέρος του φιλμ νιώθεις πως χάνεται ένα μέρος της μαγείας του. Πραγματικά πρόκειται για την πλέον άνιση, από όλες τις ταινίες του Κιούμπρικ. Το Βιετνάμ, απλά, δεν έχει την τρομακτική, επιβλητική ατμόσφαιρα του πρώτου μέρους. Το έργο μετατρέπεται σταδιακά, από μια ανατριχιαστική ψυχολογική μελέτη σε μια ρεαλιστική απεικόνιση της ζωής των στρατιωτών στο Βιετνάμ. Ασφαλώς υπάρχουν άφθονες εντυπωσιακές σκηνές και αξιομνημόνευτοι διάλογοι και στο δεύτερο μέρος του φιλμ, μα πραγματικά αισθάνεσαι πως κάτι έχει χαθεί. Το μάλλον άχρωμο φινάλε της ταινίας (χωρίς να υπάρχει κάποια κορύφωση) ενισχύει την αίσθηση.

Ο στρατιώτης Τζόκερ συμμετέχει και στα δύο μέρη του έργου, καθιστώντας τον πρωταγωνιστή – και μια κάποια φωνή της λογικής σε έναν όχι λογικό κόσμο, θα λέγαμε. Είναι το κράνος του εκείνο που συμπυκνώνει τη φιλοσοφία του: «Γεννημένος να σκοτώνω» - Born to Kill στη μία πλευρά, το σήμα της ειρήνης στην άλλη πλευρά. Και όταν ο Τζόκερ ρωτάται σχετικά με το ακατανόητο αυτό, διπλό μήνυμα, απαντάει πως είναι επηρεασμένο από το δίπτυχο της ανθρώπινης φύσης, κατά Γιουνγκ.

Παρά τα ελαττώματά του, το Full Metal Jacket συνιστά αναμφισβήτητα δυνατή ταινία και κερδίζει επάξια μια θέση στην τριάδα των καλύτερων ταινιών που έχουν γυριστεί για το Βιετνάμ. Και αν με ρωτάτε ποια ταινία κατέχει την πρωτιά, αυτή δεν είναι άλλη από το «Αποκάλυψη Τώρα». Η Καρδιά του Σκότους μετουσιωμένη σε φιλμ.


7 # Eyes Wide Shut (1999)





Έχουμε ήδη αναφέρει στο πρώτο μέρος του αφιερώματος (κλικ εδώ) πως βασικό χαρακτηριστικό της πλειοψηφίας των φιλμ του Κιούμπρικ ήταν η αμφιλεγόμενη, ως και ψυχρή υποδοχή που δέχονταν τον πρώτο καιρό της παρουσίασής τους – για να αντιστραφεί το κλίμα λίγα χρόνια μετά και να θεωρηθούν αριστουργήματα. Τα «Μάτια Ερμητικά Κλειστά» ασφαλώς ανήκουν σε αυτή την κατηγορία, με τη διαφορά πως υπάρχει σημαντική μερίδα κόσμου ακόμα που θεωρεί αυτό το έργο υποδεέστερο, συγκριτικά με άλλα. Κι όμως, ο ίδιος ο Κιούμπρικ θεωρούσε πως είναι το καλύτερό του.

Όλοι μας λίγο πολύ φέρουμε μνήμες του καιρού που προβλήθηκε η συγκεκριμένη ταινία – όντας η πλέον σύγχρονη από τα έργα του. Θυμόμαστε το γενικευμένο “hype” που είχε καλλιεργηθεί («η τελευταία ταινία του Κιούμπρικ!»), τις άφθονες συζητήσεις που είχε προκαλέσει, τις επίμαχες σκηνές, το αμφιλεγόμενο ζευγάρι των πρωταγωνιστών του. Όλα αυτά είχαν τροφοδοτήσει ένα κλίμα προσδοκίας, αναμονής, συζητήσεων, ενθουσιασμού. Επειδή ίσως ήταν τέτοια η προσδοκία του κοινού, ένα μέρος του απογοητεύτηκε. Όσο ψηλότερα πετάει κάποιος, τόσο κινδυνεύει από την πτώση. Η συστηματική καλλιέργεια της μυθοπλασίας του έργου από τα ΜΜΕ των καιρών στάθηκε επιζήμια για την τελική αποδοχή του. Η υπερβολική ενασχόληση δημιούργησε ένα νέφος που έφτασε να συσκοτίζει την πραγματικότητα του φιλμ. Το κοινό περίμενε άλλα, οι κριτικοί περίμεναν άλλα. Η ετυμηγορία ήταν μάλλον χλιαρή.

Μα τώρα που έχουν πια περάσει τα χρόνια τα νέφη όλο και διαλύονται. Μπορούμε να αντιμετωπίσουμε το έργο με ψύχραιμη ματιά, να το δούμε περισσότερο με τα μάτια του δημιουργού του – όχι των Μέσων Ενημέρωσης ή του αδηφάγου μαζικού κοινού. Και αυτό που βλέπουμε στην οθόνη μας είναι πραγματικά μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ταινία. Ένα έργο που σαν όνειρο ξετυλίγει αργά το πέπλο του, καλύπτοντας τον ουρανό με σκοτεινά, αινιγματικά νέφη, παρασύροντάς σε στο ταξίδι του.






Πρόκειται αδιαμφισβήτητα για ένα από τα πλέον ατμοσφαιρικά του φιλμ. Η πόλη της νύχτας φαντάζει γοητευτική και τρομακτική παράλληλα στα μάτια μας. Οι περιπλανήσεις του ήρωα θυμίζουν μια μικρή Οδύσσεια – η αναζήτηση κάποιου άπιαστου, μακρινού, μα τόσο κοντινού παράλληλα στόχου. Το ερωτικό ζεύγος, η αρχή και το τέλος, το ορμητήριο και ο στόχος, θυμίζουν ναυαγούς σε κάποιο μυστηριώδες νησί. Άγνωστες φιγούρες τους περιβάλλουν, άνθρωποι σε μάσκες, γκροτέσκοι, παραπλανητικοί, μα γεμάτοι υποσχέσεις. Τα σύνορα ανάμεσα στο όνειρο, τη φαντασίωση και την πραγματικότητα φαίνεται να συγχέονται, να μπλέκουν μεταξύ τους σαν κύματα στην άμμο. Η αναζήτηση του ιδανικού (στον έρωτα, στη ζωή) συμπλέκει με μια μόνιμη αίσθηση απειλής, σε έναν κόσμο ξένο, αφιλόξενο. 

Ο κόσμος της νύχτας, εκεί που ο έρωτας και η απειλή βαδίζουν χέρι χέρι, είναι ο δικός μας κόσμος. Εκεί που αποζητάς να διαλύσεις τα νέφη, να σκορπίσεις νόημα και φως ολόγυρά σου, μα οι σκιές ολοένα και πυκνώνουν – σκιές που όσο ενισχύουν το φόβο, τόσο φουντώνουν τη φαντασίωση. «Ας γαμηθούμε», δηλώνουν οι χαρακτήρες στο φινάλε, σφραγίζοντας τη σχέση τους, παίρνοντας αποστάσεις από τις σκιές, σκορπίζοντας γύρω τους το φως της ένωσής τους.

Παρέχοντας το μόνο ίσως νόημα που μπορούν να δώσουν σε έναν κόσμο που δείχνει να μην έχει κάποιο νόημα.

Ο αργός ρυθμός του φιλμ αποθάρρυνε μερίδα του κοινού. Τα όχι εμφανή νοήματά του δυσκόλεψαν τον κόσμο. Η επιλογή του χολυγουντιανού πρωταγωνιστικού ζευγαριού (η εξαιρετική, ομολογουμένως, Νικόλ Κίντμαν και ο Τομ Κρουζ – που χωρίς να εντυπωσιάζει, αποδίδει ικανοποιητικά το ρόλο του, αν μη τι άλλο) ενδεχομένως να επισκίασαν την καλλιτεχνική αξία του φιλμ. Για τον ίδιο τον Κρουζ υπήρξε ο πλέον «δυσάρεστος» (όπως τον χαρακτήρισε) ρόλος που είχε υποδυθεί – μα ταυτόχρονα ο σημαντικότερος όλων.

Η ταινία παραμένει σχετικά χαμηλά βαθμολογημένη στο IMDB, συγκριτικά με άλλα έργα του σκηνοθέτη – θεωρώ πως αδικείται. Όσο περνάνε τα χρόνια, ενδεχομένως να γίνει περισσότερο αντιληπτή η κρυμμένη της μαγεία.


6 # Barry Lyndon (1975)




Το “Barry Lyndon” είχε την ατυχία να παρεμβάλλεται χρονολογικά ανάμεσα σε δύο έργα-κολοσσούς για τη φιλμογραφία του σκηνοθέτη: Το προγενέστερο «Κουρδιστό Πορτοκάλι» και τη μεταγενέστερη «Λάμψη». Αυτά τα φιλμ λοιπόν συγκέντρωσαν πάνω τους τα φώτα της δημοσιότητας και ο Μπάρυ απέμεινε στη σκιά. Ένα ακόμα υποεκτιμημένο διαμάντι.

Καταρχάς ελάχιστα έργα στην ιστορία του κινηματογράφου διέπονται από μία τόσο προσεγμένη αισθητική και καλλιτεχνική άποψη. Το “Barry Lyndon” συνιστά χάρμα οφθαλμών, ένας πίνακας ζωγραφικής που έχει έρθει στη ζωή. Τα γενικά πλάνα του έργου ανήκουν στα ομορφότερα στην ιστορία του κινηματογράφου – ακινητοποιείς την εικόνα και σχεδόν αισθάνεσαι πως αντικρίζεις έναν πίνακα του 18ου αιώνα. Όπως τους πίνακες του Χόγκαρθ για παράδειγμα, τα ηθογραφικά θέματα των οποίων επηρέασαν τον Κιούμπρικ και μετουσίωσε τις ακίνητες εικόνες τους σε ζωντανά κινηματογραφικά πλάνα.

Ή τα άφθονα πλάνα τοπίων που διακοσμούν το φιλμ, μεταφέροντας μας στην υπέροχη, καταπράσινη καρδιά της βρετανικής εξοχής, των δασών, των ποταμών, των επαύλεων που δεσπόζουν στο βάθος, των γραφικών γεφυριών που παντρεύουν το φυσικό με το τεχνητό τοπίο, των αμαξών που τα διασχίζουν – και συ εύχεσαι να βρισκόσουν ανάμεσά τους.






Παραδειγματική εξάλλου στάθηκε η χρήση του φωτισμού στο φιλμ. Για την συγκεκριμένη ταινία ο Κιούμπρικ χρησιμοποίησε ειδικούς κινηματογραφικούς φακούς, ανεπτυγμένους από την ΝΑΣΑ, κατορθώνοντας να αποδώσει με απόλυτη φυσικότητα το ατμοσφαιρικό φως των κεριών, μην έχοντας ανάγκη από επιπλέον φωτισμό. Το αποτέλεσμα δεν είναι μόνο πρωτοποριακό για την εποχή του – είναι μαγικό, απλά. Η ταινία παίζει με τις εναλλαγές ανάμεσα στο θερμό και το ψυχρό φως, ανάλογα με τη διάθεση που επιθυμεί να μεταδώσει. Οι σκηνές που παρουσιάζουν την ανέλιξη του Μπάρυ Λίντον συνοδεύονται από θερμούς, ονειρικούς φωτισμούς, όπως ξεχειλίζουν μέσα απ’ το πλήθος των κεριών. Από την άλλη οι σκηνές που καταπιάνονται με την πτώση του πρωταγωνιστή συνδυάζονται με ψυχρό φως και μια γενικότερη αίσθηση παρακμής.

Η άνοδος και η πτώση: αυτός θα μπορούσε να είναι ένας εναλλακτικός τίτλος και συνιστά το θεματολογικό επίκεντρο του έργου. Βασισμένο στο βιβλίο του Thackeray, ένα έργο που ο συγγραφέας του περιέγραφε ως «βιβλίο δίχως ήρωα». Ο Barry Lyndon είναι ένας υπερβολικά φιλόδοξος και εγωιστής άντρας, με μοναδικό στόχο του την κοινωνική άνοδο και καταξίωση. Αναμφισβήτητα δεν πρόκειται για έναν «συμπαθή» ήρωα – χωρίς ωστόσο να γίνεται και αντιπαθής. Θα λέγαμε πως είναι, μάλλον, υπερβολικά ανθρώπινος. Πραγματιστής, συμφεροντολόγος, διατεθειμένος να εκμεταλλευτεί τους άλλους προκειμένου να πετύχει τους στόχους του, φανερώνει μια ωφελιμιστική και μάλλον κυνική πτυχή της ανθρώπινης φύσης, πέρα από ιδεαλισμούς. Ένας ακόμα από τους πολλούς αντίστοιχους ήρωες του Κιούμπρικ. Πώς να γίνει συμπαθής μετά στο διψασμένο για «ήρωες» και ιδανικά κοινό. Παραήταν όμοιος με τον μέσο άνθρωπο αυτός ο Μπάρυ, για να ταυτιστεί μαζί του ο κόσμος. Κι όμως – όλοι φέρουμε έναν Μπάρυ Λίντον μέσα μας.






Ωστόσο ακόμα και ο ψυχρός, υπολογιστικός αυτός ήρωας φανερώνει πτυχές γνήσια ανθρώπινες, κατά τη διάρκεια της εξέλιξης του έργου. Εν τέλει φτάνουμε να συμπάσχουμε μαζί του. Η σκηνή της μονομαχίας φυσικά ανήκει στις κλασικότερες του είδους – ίσως η διασημότερη μονομαχία που έχει αποτυπωθεί στη μεγάλη οθόνη.

Ανακαλύψτε, αν δεν τον έχετε κάνει ακόμα, τον κόσμο του Barry Lyndon. Ίσως εντοπίσετε κάποια μαγεία μισοκρυμμένη στο ημίφως των κεριών.


5 # The Shining (1980)





Ο Κιούμπρικ είχε πει σε ένα φίλο πως επιθυμούσε να φτιάξει την «πιο τρομακτική ταινία όλων των εποχών». Για τον σκοπό αυτόν άντλησε έμπνευση από δύο μορφές που σημάδεψαν με τον τρόπο τους τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα – ο ένας ως ψυχίατρος και αναλυτής, ο άλλος ως συγγραφέας έργων τρόμου. Ο λόγος για τον Σίγκμουντ Φρόυντ και τον Χ.Π. Λάβκραφτ. «Ο Φρόυντ στη μελέτη του για το ανοίκειο έγραψε πως η αίσθηση του ανεξήγητου είναι το μοναδικό συναίσθημα που εκφράζεται εντονότερα στην τέχνη, παρά στη ζωή, κάτι που βρήκα ιδιαίτερα διαφωτιστικό. Διάβασα εξάλλου μια εργασία από το μεγάλο μάστορα, τον Χ.Π. Λάβκραφτ, στην οποία ανέφερε πως δεν πρέπει ποτέ να προσπαθείς να εξηγήσεις τι συμβαίνει, όσο εκείνο που συμβαίνει κινητοποιεί τη φαντασία του κόσμου, την προσωπική τους αίσθηση του ανεξήγητου, την αντίληψη τους για το άγχος και το φόβο.»

Δε χρειάζεται πάντα να παρέχεις τις απαντήσεις. Ας καλύψει η φαντασία τα κενά. Ας εμπλουτίσει τα σκοτεινά σημεία με το δικό της φως – φως που τρεμοπαίζει στο σκοτάδι, προσπαθώντας να αποδιώξει τις σκιές· να πλημμυρίσει με νόημα το άλογο. Σαν το ζωγράφο, o δημιουργός ενός φιλμ μπορεί να χρωματίσει έντονα ορισμένες περιοχές, όσο άλλες τις κρύβει το σκοτάδι. Είναι οι αντιθέσεις του φωτός με τη σκιά εκείνες που παρέχουν υπόσταση στο έργο, που του προσδίδουν όγκο. Τα φανερά σημεία είναι τα παγόβουνα – τα αφανέρωτα είναι τα βουνά που χάσκουν στα βάθη· βουνά τιτάνια, κυκλώπεια, χαμένα στα άδυτα κάποιου μυθιστορήματος του Λάβκραφτ – ή στις αχανείς εκτάσεις του φροϋδικού ασυνείδητου.






Αυτό ήταν το μυστικό πίσω από τη «Λάμψη» λοιπόν. Η αίσθηση μυστηρίου. Η υποψία πως κατέχεις ένα μέρος μόνο της αλήθειας. Τα ερωτήματα που σκόπιμα μένουν αναπάντητα στο φινάλε της ταινίας.

Αυτή εξάλλου υπήρξε και η μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ της διασκευής του Κιούμπρικ και του αυθεντικού “Shining” – ο λόγος για το βιβλίο του Stephen King. Εκεί που το δεύτερο παρέχει απαντήσεις, η πρώτη σκόπιμα αφήνει ερωτήματα να εκκρεμούν, παίζοντας μετέωρη ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα. Ας διαλευκάνει ο θεατής το μυστήριο, έτσι φάνηκε να σκέφτεται ο Κιούμπρικ. Σημασία γι’ αυτόν είχε η ατμόσφαιρα, όχι οι απαντήσεις. Μα ο Κινγκ δυσαρεστήθηκε από τη μεταφορά του βιβλίου του. «Θαύμαζα τον Κιούμπρικ για καιρό και είχα υψηλές προσδοκίες για το όλο εγχείρημα, μα απογοητεύτηκα βαθιά απ’ το αποτέλεσμα. Ορισμένα μέρη του έργου είναι ανατριχιαστικά, δοσμένα με μια αίσθηση κλειστοφοβικού τρόμου, άλλα όμως μου φάνηκαν επίπεδα» (από συνέντευξη του Κινγκ στο “Playboy” το 1983).

Ο Κινγκ διαφωνούσε εξάλλου με την επιλογή του Τζακ Νίκολσον για τον πρωταγωνιστικό ρόλο. «Ο Νίκολσον ήταν εντελώς λάθος για το ρόλο. Η τελευταία μεγάλη ταινία του ήταν το «Στη Φωλιά του Κούκου» και μεταξύ αυτής από τη μία και του μανιακού, χαρακτηριστικού χαμόγελού του απ’ την άλλη, το κοινό από την πρώτη κιόλας στιγμή κατάλαβε πως επρόκειτο για κάποιον παλαβό. Ωστόσο το βιβλίο αφορά τη σταδιακή κάθοδο του πρωταγωνιστή στην τρέλα», αναφέρει ο Κινγκ. Με άλλα λόγια ο Νίκολσον «πρόδωσε» την εξέλιξη του φιλμ – η μανία του δεν έπρεπε να είναι δεδομένη εξαρχής, μα να εξελιχθεί αργά, σταδιακά – μέχρι την ολική παράκρουση.





Αυτή υπήρξε η άποψη του Στίβεν Κινγκ… μα έχουμε πια μάθει πως στον κόσμο του Στάνλεϋ Κιούμπρικ, είναι το δικό του προσωπικό όραμα που έχει σημασία – όχι εκείνο του συγγραφέα. Μεταξύ μας, γίνεται να φανταστούμε τη «Λάμψη» χωρίς την ιστορική εκείνη έκφραση του Τζακ Νίκολσον, τη στιγμή που σπάει την πόρτα με το τσεκούρι και φωνάζει: “Heeeeres Johnny!”, παρέχοντάς μας μία από τις κομβικότερες σκηνές στην ιστορία του κινηματογράφου; Και αξίζει να αναφέρουμε εδώ πως η συγκεκριμένη ατάκα δεν περιλαμβανόταν στο σενάριο – υπήρξε έμπνευση στιγμής του ίδιου του Τζακ Νίκολσον! Ο κινηματογράφος και η λογοτεχνία συνιστούν δύο συγκοινωνούντα, μα διαφορετικά μέσα, σε τελική ανάλυση.

Η «Λάμψη» άφησε εποχή και παραμένει ως σήμερα ένα από τα πιο στοιχειωτικά φιλμ τρόμου που γυρίστηκαν ποτέ. Είναι η ατμόσφαιρα του έργου εκείνη που το καθιστά σχεδόν απόκοσμο – τα αργά του πλάνα, το άδειο, αχανές ξενοδοχείο, οι παράξενες λήψεις της κάμερας, οι οπτικές μέσα από τα μάτια του μικρού παιδιού, η αίσθηση εγκλωβισμού, οι – σκόπιμα – ανεξήγητες σκηνές, το μυστήριο που αιωρείται. Το έργο συνιστά σκηνοθετικό υπόδειγμα ταινίας τρόμου και σε μια εποχή που τόσα φιλμ βασίζονται στον εύκολο εντυπωσιασμό και τα εφέ, θα είχαν πολλά να διδαχτούν από τη μία και μοναδική αυτή απόπειρα του Kubrick στο είδος.

Αξίζει επιπρόσθετα να αναφέρουμε πως αρχική επιθυμία του σκηνοθέτη ήταν η σκηνοθεσία του «Εξορκιστή», στις αρχές της δεκαετίας του 70 – μα καθώς επιθυμούσε όχι μόνο να σκηνοθετήσει το έργο, μα και να το παράγει ο ίδιος, εγκατέλειψε την ιδέα. Σχεδόν μια δεκαετία μετά όμως το βιβλίο του Στίβεν Κίνγκ θα του παρείχε το υλικό που επιθυμούσε – και τα υπόλοιπα ήταν ιστορία. Τέλος, ο πεντάχρονος συμπρωταγωνιστής της «Λάμψης» αγνοούσε πως έπαιζε σε ταινία τρόμου! Προκειμένου να τον προστατέψει, ο Κιούμπρικ του είχε αναφέρει πως επρόκειτο για «δράμα». Μόλις στα 16 του είδε την ταινία από την αρχή ως το τέλος!

“Wow. There’s some crazy shit goin’ on here”, θα σκέφτηκε, είμαι βέβαιος.


4 # Paths of Glory (1957)




Τεράστιο έργο – και όχι ανάμεσα στα γνωστότερα του σκηνοθέτη. Μα η τέταρτη θέση του αξίζει δικαιωματικά. Πρόκειται ουσιαστικά για την πρώτη επιτυχία του, σε επίπεδο εισπρακτικό – το προγενέστερο “Killing” είχε κερδίσει την αποδοχή των κριτικών, όχι όμως του κοινού (κάτι σπάνιο, αν σκεφτούμε τη μετέπειτα πορεία του Κιούμπρικ!). Μα ήταν το “Paths of Glory” η ταινία που έβαλε και επισήμως το όνομα “Stanley Kubrick” στον σκηνοθετικό χάρτη. Ήταν εξάλλου η πρώτη συνεργασία του με κάποιο μεγάλο όνομα του Χόλυγουντ – ο λόγος για τον Κερκ Ντάγκλας. Αν δεν είχε υπάρξει το “Paths of Glory” δεν θα είχε υπάρξει ούτε ο «Σπάρτακος», λίγα χρόνια μετά. Και αν δεν είχε υπάρξει ο «Σπάρτακος» και η σαρωτική επιτυχία του, πιθανό να μην αντλούσε ο Κιούμπρικ την αυτοπεποίθηση που αναζητούσε, προκειμένου να φτάσει να εγκαταλείψει το Χόλυγουντ και να γυρίσει ταινίες σύμφωνα με το δικό του, προσωπικό όραμα. Με άλλα λόγια όλη η πορεία του πιθανό να ήταν διαφορετική. Είδατε πως συνδέονται όλα μεταξύ τους; Μα είναι γνωστό εξάλλου – η πεταλούδα που χτυπάει τα φτερά της στη μια πλευρά του κόσμου, ξεσηκώνει θύελλες στην άλλη.

Αναφερθήκαμε πάνω στο “Full Metal Jacket” και τονίσαμε πως δεν συνιστά τόσο «αντιπολεμικό» έργο, όσο μια εμβάθυνση στα μύχια της ανθρώπινης ψυχής. Τριάντα χρόνια πίσω όμως, πριν ακόμα καταπιαστούν (και φάνε τα μούτρα τους) οι Αμερικάνοι με τον πόλεμο του Βιετνάμ, ο νεαρός Κιούμπρικ έκανε μια ξεκάθαρη αντιπολεμική δήλωση. Το “Paths of Glory” όχι μόνο αποτελεί αντιπολεμικό έργο – μα ταυτόχρονα συνιστά κραυγή ανθρωπιάς, ένα έργο με βαθιά ουμανιστική διάθεση και σίγουρα μία από τις προοδευτικότερες στιγμές του σκηνοθέτη. Παραμένει ως σήμερα ένα από τα κορυφαία αντιπολεμικά έργα που γυρίστηκαν ποτέ.






Σκηνικό του δράματος τα μάταια χαρακώματα του Πρώτου (σωστά διαβάσατε, του πρώτου, όχι του δευτέρου) Παγκοσμίου Πολέμου και του γαλλικού στρατοπέδου. Πρωταγωνιστές οι απλοί φαντάροι που πέφτουν θύματα της ματαιοδοξίας ενός φανατικού αξιωματικού. Σύμμαχός τους ένας άλλος αξιωματικός που συνειδητοποιεί την ανουσιότητα αυτής της μαζικής σφαγής, την ποταπότητα των επεκτατικών πολέμων, των τίτλων, των παρασήμων, του ίδιου του πολεμικού εθνικισμού – τη στιγμή που ο τελευταίος έχει πια φτάσει να μετατραπεί σε μοναδικό όργανο διάκρισης του «φίλου» απ’ τον «εχθρό», τέμνοντας τους ανθρώπους σε δύο, βάφοντας τον κόσμο σε μονοδιάστατες αποχρώσεις του μαύρου και του άσπρου.

Τρεις φαντάροι επιλέγονται τυχαία δια του κλήρου και δικάζονται για μια μάχη που δεν είχε την επιθυμητή κατάληξη. Η ποινή είναι θανατική εκτέλεση, «προς παραδειγματισμό των υπολοίπων». Εκεί που η εξουσία (δια του διπλού εναγκαλισμού κρατικής και στρατιωτικής βίας) φανερώνει τη γυμνή πραγματικότητά της. Θα μπορέσει ένας άνθρωπος και μόνο, με όπλο του τη φωνή της σύνεσης και της λογικής, να βάλει φρένο σε όλον αυτόν τον παραλογισμό και να σταματήσει το αναπόφευκτο; Γίνεται ένα άστρο μόνο να σκορπίσει φως σ’ έναν κατάμαυρο ουρανό; Ή θα το καταπιεί και κείνο το σκοτάδι;

«Ένα από τα ελκυστικά σημεία που περιλαμβάνει μια πολεμική ιστορία ή μια ιστορία εγκλήματος είναι ότι παρέχει μια μοναδική ευκαιρία για να αντιπαραβάλεις το υποκείμενο της σύγχρονης κοινωνίας μας, με ένα συμπαγές πλαίσιο ή μια κοινώς αποδεκτή αξία», έλεγε ο Κιούμπρικ σε συνέντευξή του το 1959 (κλικ εδώ). Στο έργο αυτό είναι οι φωνές της ανθρωπιάς εκείνες που πάνε κόντρα στις αξίες που συμμερίζεται μια φανατική, πολεμόχαρη πλειοψηφία. Το αν θα επικρατήσουν τελικά οι μεν ή οι δε ξεπερνάει τα όρια της ταινίας – πρόκειται για μια διαχρονική διαμάχη, πέρα από τα όρια του κινηματογραφικού καμβά.



3 # Dr. Strangelove, or How I Learned To Stop Worrying And Love The Bomb (1964)






Και αν η αντιπολεμική κραυγή του “Paths of Glory” δεν ήταν αρκετή για να ταρακουνήσει μια μερίδα εφησυχασμένου, μπολιασμένου με (ψυχρο)πολεμική προπαγάνδα και φόβο κοινού, το “Dr. Strangelove” σήκωσε κυριολεκτικά το χαλί κάτω απ’ τα πόδια τους, φύσηξε τη σκόνη στα μισοκοιμισμένα τους μούτρα και ξέσπασε σε ένα βροντερό γέλιο, φωνάζοντας «να ποιοι είστε!». Και αυτό ενώ ο κόσμος βάδιζε χορεύοντας προς τον όλεθρο, τινάσσοντας παιχνιδιάρικα τα πόδια του στις φλόγες…

Θα χρειαστεί να μεταβούμε νοερά στο κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο της εποχής εκείνης που γυρίστηκε το συγκεκριμένο φιλμ. Να εισπνεύσουμε τον παρανοϊκό αέρα των καιρών του, να αισθανθούμε τη μαζική καχυποψία και να ακούσουμε τον ήχο της σειρήνας του χαμού. Μια εποχή που η ιδέα ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος ανάμεσα στις δυο υπερδυνάμεις – τις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ – δεν ήταν καθόλου υπόθεση και μόνο της Επιστημονικής Φαντασίας… μα είχε κατακλύσει τη σκέψη και τη λογική πλήθος κόσμου, που σαν άβουλα πιόνια στη σκακιέρα αισθάνονταν πως οι ισχυροί του κόσμου κρατούσαν όχι μόνο τις τύχες, μα και τις ζωές τους στα χέρια τους.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 60 ο Ψυχρός Πόλεμος βρισκόταν σε μία από τις θερμότερές του φάσεις – ειδικά στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας, κι ενώ περιστατικά όπως η «Κρίση των Χοίρων» στην Κούβα άχνιζαν ακόμα με ατμούς. Δεν είχαν περάσει πολλά χρόνια εξάλλου από την επιδημία παράνοιας του Μακαρθισμού και τη συνδεόμενη μαζί της αντικομμουνιστική υστερία –  ένα από τα πλέον αξιοσημείωτα περιστατικά μαζικής ψυχολογικής παράκρουσης, το οποίο είχε τον αντίκτυπό του και στη χώρα μας, δυστυχώς.

Εντός αυτού του κοινωνικού πλαισίου ήταν που επέλεξε ο Κιούμπρικ να γυρίσει το “Dr. Strangelove, or How I Learned to Stop Worrying and Love the Bomb” – έργο που στη χώρα μας αποδόθηκε με τον στεγνό, ξερό, αδιάφορο τίτλο “S.O.S., Πεντάγωνο Καλεί Μόσχα», αφαιρώντας όλη την κυνική, μπολιασμένη με μαύρο χιούμορ, αισθητική του πρωτότυπου τίτλου. Περιττό να πούμε πως η επιλογή για ένα τέτοιο φιλμ ανήκει στις πλέον τολμηρές του σκηνοθέτη. Δεν ήταν μόνο το ευαίσθητο, ψυχροπολεμικό θέμα – σε μια εποχή που ένιωθε καυτή ακόμα πάνω της την ανάσα του Μακαρθισμού · ήταν και η επιλογή να μετατρέψει ένα σκοτεινό θέμα σαν αυτό σε μια μαύρη (κατάμαυρη) κωμωδία!





Πρόκειται για μια ταινία στην οποία ο πρόεδρος των ΗΠΑ ονομάζεται… Merkin Muffley. Ο πρωθυπουργός/κομισάριος της Ρωσίας ονομάζεται Dimitri Kissof και ο πρέσβης της de Sadesky. Όσο αφορά τον αρχηγό της αμερικανικής στρατιωτικής βάσης… το όνομα του είναι Jack D. Ripper.

Και αν αυτά τα ονόματα δεν σας έπεισαν ακόμα για το πόσο προχωρημένη υπήρξε αυτή η ταινία, ας συμπεριλάβουμε στη μελέτη μας το φαινόμενο Peter Sellers. Ήταν τον καιρό εκείνο που ο ηθοποιός άρχισε να φανερώνει το πλήρες εύρος των ικανοτήτων του και η συγκεκριμένη συνεργασία του με τον Κιούμπρικ υπήρξε πραγματική αποκάλυψη – μεγαλύτερη και από πυρηνική έκρηξη. Ήδη δύο χρόνια πριν, στη διάρκεια της «Λολίτας», ο Σέλερς είχε αρχίσει να αποκαλύπτει το εύρος της υποκριτικής του ικανότητας… μα ήταν στο “Dr. Strangelove” εκεί που άγγιξε για πρώτη φορά την τελειότητα. 






Τρεις διαφορετικοί ρόλοι στο ίδιο φιλμ, με εκείνον του κρυφοναζιστή τρελογιατρού, του δόκτορα Strangelove, να κλέβει την παράσταση. Η απεγνωσμένη προσπάθειά του να αποκρύψει τον ναζιστικό χαιρετισμό του, η λάμψη στα μάτια του, η προφορά του, μα πάνω απ’ όλα οι πολεμόχαρες ιδέες του περί ευγονικής και εξουσίας, σ’ έναν κόσμο που θα ζει στις στάχτες του Ολοκαυτώματος… όλα αυτά είναι ανατριχιαστικά μέσα στο χιούμορ τους, απολαυστικά μέσα στη βάρβαρη πραγματικότητα που περιγράφουν. Υπάρχει, τελικά, καλύτερος τρόπος να φανερώσεις την αλήθεια, από το χιούμορ;

Μα ας μην παραλείψουμε τη θρυλική σκηνή με την εκτόξευση της βόμβας – και τον Αμερικανό γελαδάρη να την καβαλάει σαν άλογο, αλαλάζοντας «γι-χααα». Αλήθεια, πόσες φορές κατόρθωσε η κωμωδία να αποδώσει με τόσο πειστικό τρόπο τέτοιες εμβληματικές εικόνες, κατά τη διάρκεια της ιστορίας του κινηματογράφου;

Αναμφισβήτητα ο “Dr. Strangelove” ανήκει εκεί, στα ύψη. Και αν ο Ψυχρός Πόλεμος έχει πια παρέλθει… έχουμε ακόμα πολλά να διδαχτούμε από το συγκεκριμένο έργο.



2 # A Clockwork Orange (1971)





Εδώ είμαστε. Θα προσπαθήσω να είμαι σαφής και επιγραμματικός. Το «Κουρδιστό Πορτοκάλι» ανήκει αναμφισβήτητα στα πιο αμφιλεγόμενα αριστουργήματα της ιστορίας του κινηματογράφου. Μια ταινία που εξαρχής επισκιάστηκε από το προκλητικό, ακραίο (για τα δεδομένα των καιρών, μα όχι μόνο) περιεχόμενό της, συνάντησε διώξεις και απαγορεύσεις (στην Αγγλία προβλήθηκε στους κινηματογράφους σχεδόν 30 χρόνια μετά!), ξεσήκωσε ατελείωτες συζητήσεις και κατόρθωσε να χτίσει σταδιακά ένα μύθο γύρω από το όνομά της, που σα νέφος φτάνει και σήμερα να την επικαλύπτει. Μα τι μένει όταν το νέφος των σύννεφων διαλύεται; Πρόκειται μήπως για έργο «υπερεκτιμημένο», που στηρίχτηκε υπερβολικά στο στοιχείο της πρόκλησης, προκειμένου να τραβήξει τα εύκολα βλέμματα του κόσμου; Μήπως δεν άξιζε τέτοιο ντόρο γύρω από το όνομά του; Μήπως πάλι συνιστά μια ταινία ξέχειλη με αρνητισμό και απαισιοδοξία, μια υπερβολικά ζοφερή, ως σαδιστική όψη της ανθρώπινης πραγματικότητας, τέτοια που αντανακλά τη διεστραμμένη ματιά του δημιουργού της;

Για να θέσουμε το ερώτημα συνοπτικά: Μήπως πρόκειται για μια ταινία κατώτερη του μύθου της;

Ας δοκιμάσουμε μια αντίστροφη μέθοδο. Το γεγονός πως η ταινία έφτασε να ξεσηκώσει τόσες αντιδράσεις και να απαγορευτεί η προβολή της δεν λέει τόσα για την ταινία καθ’ εαυτή… όσο για τον κόσμο εντός του οποίου ζούμε. Πρόκειται για ένα φιλμ στο οποίο η βία τοποθετείται στο επίκεντρο της προβληματικής του – βία ατομική, βία ψυχολογική, βία κοινωνική, βία των θεσμών. Και τι κάνει ο κόσμος; Αντιδρά απηυδισμένος, φωνάζει για την έλλειψη ηθικής, επιζητά να απαγορευτεί το έργο προκειμένου να μη μεταδώσει… αρνητικά μηνύματα στα τρυφερά βλαστάρια του. Και το έργο απαγορεύεται. Και ο κόσμος ερεθίζεται και θέλει να το δει στα κρυφά. Και ξεκινούν οι συζητήσεις και οι κόντρες και οι διαμάχες. Αριστούργημα. Υπερεκτιμημένο. Βίαιο. Αληθινό. Επιτηδευμένο. Αριστοτεχνικό.

Αυτή, λοιπόν, είναι η πραγματικότητα που ζούμε. Και ο Άλεξ της ταινίας σίγουρα θα γελάει μοχθηρά, πίνοντας το γάλα του.





Σε αρχική βάση το έργο είναι σίγουρα ζοφερό – από πολλές απόψεις σηματοδοτεί μια στροφή στην κινηματογραφική πορεία του Κιούμπρικ. Ο προοδευτικός, αισιόδοξος Κιούμπρικ των νεότερων χρόνων παραχωρεί τη θέση του σε έναν σκεπτικιστή ανατόμο της ανθρώπινης ύπαρξης και της σχέσης της με την κοινωνία και τον κόσμο. Τα συμπεράσματα δεν είναι απαραίτητα θετικά, ούτε αφήνουν μεγάλα περιθώρια για ελπίδες. Ο άνθρωπος είναι «κακός, ανορθολογικός και ανταγωνιστικός από τη φύση του», ένα άγριο ζώο ριγμένο σε μια ζούγκλα καταμεσής θηρίων, σε έναν αγώνα συχνά δίχως νόημα, στον οποίο η τυφλή απόλαυση και ο εγωισμός μπλέκουν με τη σαδιστική επιθυμία για κυριαρχία πάνω στους άλλους. Μα αν ο άνθρωπος – όπως ενσαρκώνεται υποδειγματικά από τον Άλεξ (Malcolm McDowell) – είναι ένα ζώο δίχως όρια, η κοινωνία και το κράτος είναι ακόμα χειρότερα, στην επιθυμία τους για καταπίεση και καταστολή.

Αυτή υπήρξε και η βασική διαφορά του έργου του Κιούμπρικ συγκριτικά με το βιβλίο του Anthony Burgess – πάνω στο οποίο και βασίστηκε το φιλμ. Στο βιβλίο η βία του ατόμου αντισταθμίζεται με εκείνη της κοινωνίας. Ζώα οι μεν, ζούγκλα η δε. Μα στο έργο η κοινωνική και κρατική βία φτάνουν να ξεπερνούν εκείνη του ατόμου, μετατρεπόμενες σε ακόμα μεγαλύτερα δεινά. Έτσι λοιπόν ο Άλεξ, από βίαιος αλητάμπουρας στην αρχή του φιλμ, εξελίσσεται σταδιακά σε ένα αξιολύπητο θύμα μιας κοινωνίας που έχει απομυζήσει κάθε ίχνος ελευθερίας από μέσα του. Έχει πια μετατραπεί σε ένα «κουρδιστό πορτοκάλι».






Καταλυτικός είναι ο ρόλος της «αναμορφωτικής επιστήμης», που τόση σημασία κατέχει στα δυστοπικά μυθιστορήματα. Όταν η επιστήμη συνεργάζεται με την εξουσία, με σκοπό τη διατήρηση του Status Quo και τη μετατροπή των ανθρώπων σε πειθήνια όργανά της, το αποτέλεσμα δεν μπορεί παρά να είναι τρομαχτικό. Στο έργο το ρόλο αυτόν τον αναλαμβάνουν οι ψυχολογικές θεωρίες του Μπιχεβιορισμού (Συμπεριφορισμού), σύμφωνα με τις οποίες η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι εύπλαστη και μπορεί να διαμορφωθεί κατά τις επιθυμίες κάποιου (για παράδειγμα, ενός φορέα εξουσίας), αρκεί να παρέχονται συγκεκριμένα ερεθίσματα που συνοδεύονται από συγκεκριμένες αντιδράσεις. Για παράδειγμα η συνεχής πρόκληση σωματικής βίας, αν συνδυάζεται με την προβολή ενός ορισμένου ερεθίσματος (π.χ. το άκουσμα μιας ορισμένης μουσικής), θα συντείνει στη σύνδεση του ερεθίσματος με τη βία και τη μετέπειτα αποφυγή του. Το υποκείμενο θα καταλήξει να μισεί τη μουσική, καθώς την έχει συνδυάσει με ό,τι απεχθάνεται – την πρόκληση πόνου.

Οι συγκεκριμένες θεωρίες (που είχαν μεγάλη πέραση στους επιστημονικούς κύκλους της δεκαετίας του 50 και του 60) έφτασαν να αμφισβητηθούν για πολλούς και διάφορους λόγους – μα εξακολουθούν να κατέχουν μια βάση αλήθειας και μια σημαντική θέση στην ιστορία της Ψυχολογίας. Ασφαλώς ο άνθρωπος είναι πολύ περισσότερο πολύπλοκος για να διαμορφωθεί η συμπεριφορά του κατά τη βούληση μιας χούφτας «ειδικών»… μα αν αφήσουμε τον κόσμο της δυστοπικής λογοτεχνίας και της Επιστημονικής Φαντασίας και ρίξουμε μια ματιά στον κόσμο γύρω μας, τι βλέπουμε αλήθεια; Πλήθη δίχως δική τους άποψη, που αρκούνται να αναπαράγουν μονίμως τις αντιλήψεις που καλλιεργούνται συστηματικά από τα ΜΜΕ και το Σχολείο, με επιθυμίες όμοιες με εκείνες που ορίζουν τα οικονομικά μονοπώλια και οι καταναλωτικές μόδες των καιρών, με αντιλήψεις περί οικογένειας, έθνους, εργασίας και θρησκείας όπως εκείνες της μάζας. 

Ναι, ο άνθρωπος δεν είναι απαραίτητα το ανυπεράσπιστο «ρομπότ» που παρουσιάζουν έργα όπως το «Κουρδιστό Πορτοκάλι»… μα δεν απέχει και πολύ από αυτό, αν έχει απολέσει την ελευθερία του.





Αυτό είναι και το βασικό μήνυμα του έργου. Καλύτερα ελεύθερος και ζώο, παρά σκλάβος και ρομπότ. Ασφαλώς πρόκειται για μια αρνητική θεώρηση του κόσμου – που είναι επιτέλους τα θετικά, δημιουργικά στοιχεία της ανθρώπινης φύσης; Υπάρχουν κι αυτά, κύριε Κιούμπρικ. Θαμμένα έστω, εξασθενημένα, έστω.

Μα ας έχει. Το έργο είναι σπουδαίο για τους προβληματισμούς που αναγείρει. Για την ωμή παρουσίαση μιας όψης της πραγματικότητας. Για τα εκπληκτικά του σκηνικά. Για τις καταπληκτικές του ερμηνείες. Για την τρομακτική του εξέλιξη. Για τη γλώσσα που καθιέρωσε, τις ενδυματολογικές επιλογές, τη φουτουριστική αισθητική. Για την εκπληκτική του μουσική.

Για το γεγονός πως, αν δεις την ταινία αυτή, είναι αδύνατο μετά να την ξεχάσεις.


1 # 2001: A Space Odyssey (1968)





Μα ας αφήσουμε πίσω μας τον ζοφερό κόσμο του υποτιθέμενου, αυτού, μέλλοντος… και ας επιλέξουμε ένα εναλλακτικό μέλλον. Πέρα από μυριάδες άστρα, εκθαμβωτικούς γαλαξίες και ήλιους που εκτινάσσουν απαστράπτουσες δεσμίδες φωτός, πλουμίζοντας το χάος με ελπίδα και ζωή. Εκεί που ο ίδιος ο χρόνος αντιστρέφεται και το σύμπαν ξεδιπλώνει αινιγματικά μηνύματα σε απολεσθείσες γλώσσες. Εκεί που ο άνθρωπος απλώνει τα πανιά του σαν άλλος θαλασσοπόρος, αποζητώντας νέες πατρίδες πέρα από τα σύνορα του κόσμου. Πέρα από τον ήλιο, φτάνοντας ως τα μακρύτερα άστρα, αναζητώντας την απάντηση στο πιο αρχέγονο ερώτημα… Και εμείς ταξιδεύουμε μαζί του, εξερευνητές στα άδυτα του χώρου και του χρόνου με σημαία την ελπίδα.

Δεν έχει γυριστεί αντίστοιχη ταινία σαν την «Οδύσσεια του Διαστήματος» και δύσκολα θα γυριστεί ξανά – χωρίς να φτάσει να την απομιμείται. Εδώ, βλέπετε, δεν έχουμε να κάνουμε με ένα ακόμα διαστημικό φιλμ Επιστημονικής Φαντασίας – μα με ένα έργο που αποπειράται να γεφυρώσει τα σύνορα ανάμεσα στις τέχνες, με τον ίδιο τρόπο που οι χαρακτήρες του αποπειρώνται να υπερβούν τα σύνορα του κόσμου.

Μα ας πάμε πίσω στην εποχή που παρουσιάστηκε το έργο στους κινηματογράφους. 1968. Η εποχή των hippies, της ψυχεδέλειας, των πειραματισμών. Η εποχή του Βιετνάμ και της αντίδρασης. Η εποχή του γαλλικού Μάη και – έναν χρόνο μετά – της άφιξης του ανθρώπου στη σελήνη. Τι συναρπαστικά χρόνια! Ταξίδια, ταξίδια παντού, εσωτερικά και εξωτερικά, μια εποχή επέκτασης των ορίων – μα και διάψευσής τους, λίγο καιρό μετά. Κάτι αντίστοιχο έγινε και με το «2001». Το έργο δέχτηκε επιφυλακτικές ως αρνητικές κριτικές όταν προβλήθηκε πρώτη φορά στους κινηματογράφους… Το κατηγόρησαν ως υπερφίαλο, ματαιόδοξο, βασανιστικά αργό, ακατανόητο. Είπαν ειρωνικά πως ο πιο ενδιαφέρων χαρακτήρας δεν ήταν οι αστροναύτες του φιλμ, μα το κομπιούτερ, ο ΧΑΛ. Πως το ρομπότ έφτασε να επιδεικνύει μεγαλύτερο συναίσθημα απ’ τους ανθρώπους. Ακόμα και σήμερα δεν είναι λίγος ο κόσμος που θεωρεί το έργο «βαρετό», «δίχως δράση», με «ελάχιστους διαλόγους» και «αδιάφορους χαρακτήρες».

Είναι όμως τα κινηματογραφικά στερεότυπα που μιλούν εδώ, ενός μπολιασμένου από χολυγουντιανά κλισέ κοινού. Είμαστε τόσο συνηθισμένοι στις αστραπιαίες ταχύτητες, τους βομβαρδισμούς από εφέ, τους σούπερ σταρ ηθοποιούς και την ατελείωτη δράση, που αδυνατούμε να προσεγγίσουμε διαφορετικά ένα έργο – πόσο μάλλον ένα φιλμ επιστημονικής φαντασίας, που προδιαθέτει κάποιον για συγκινήσεις, απόδραση σε μακρινούς κόσμους και εντυπωσιασμό. Μα εδώ δεν είναι ο «Πόλεμος των Άστρων».






Χρειάζεται να ξεχάσουμε πως βλέπουμε ένα συμβατικό κινηματογραφικό φιλμ – όσο είναι δυνατό κάτι τέτοιο. Να φέρουμε στο νου μας πίνακες ζωγραφικής, ή να αφεθούμε στην αίσθηση της μουσικής. Να πλημμυρίσουμε με τον συνδυασμό της εικόνας με τον ήχο και να αφήσουμε την πλοκή στο περιθώριο. Ο κινηματογράφος ως μορφή τέχνης, από το ξεκίνημά του κιόλας, δε συνιστούσε πάντα τεχνική αφήγησης μιας ιστορίας. Ήταν αυτό – μα όχι μόνο αυτό. 

«Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία πως το να αφηγηθείς μια ιστορία σαν αυτή, μπορείς να κάνεις και δίχως λόγια. Το φιλμ εμπεριέχει μόνο 46 λεπτά διαλόγου και 113 χωρίς διάλογο. Υπάρχουν ορισμένες περιοχές συναίσθησης της πραγματικότητας – ή της μη πραγματικότητας – κάποιας ενδόμυχης προσδοκίας, οι οποίες είναι ουσιαστικά απροσπέλαστες στα λόγια. Η μουσική μπορεί να εισχωρήσει στις περιοχές αυτές. Η ζωγραφική το ίδιο. Στην πραγματικότητα η ταινία λειτουργεί σε ένα επίπεδο πολύ κοντύτερα στη μουσική, ή τη ζωγραφική, παρά στην εκτυπωμένη λέξη, και φυσικά ο κινηματογράφος παρέχει τη δυνατότητα να αποτυπώσεις πολύπλοκα και αφηρημένα θέματα, χωρίς την παραδοσιακή στήριξη στα λόγια. Θεωρώ πως το 2001 κατορθώνει, σαν τη μουσική, να θραύσει την άκαμπτη, πολιτισμικά διαμορφωμένη, επιφάνεια, που περιορίζει τη συνείδησή μας σε μικροσκοπικές εμπειρικές περιοχές και πετυχαίνει να μεταπηδήσει απευθείας σε επίπεδα μιας μεγαλύτερης συναισθηματικής κατανόησης». (από συνέντευξη του Κιούμπρικ το 1970, κλικ).






Με άλλα λόγια πρόκειται για μια ταινία που εκτυλίσσεται σαν ποίημα μπροστά στα μάτια σου, ξεβράζοντας σαν άλλη θάλασσα κοχύλια νοήματος στη στεριά. Μένει σε σένα, τον θεατή, να μαζέψεις τα κοχύλια και να σχηματίσεις κάποιο σφαιρικό νόημα. Δεν σου παρέχεται ξεκάθαρο – μόνο υπονοείται. Το έργο λειτουργεί όχι τόσο σε επίπεδο άμεσης κατανόησης, μα σε επίπεδο ενσυναίσθησης, βιώματος. Καταλήγεις να το αποκρυπτογραφείς, σαν μια ξεχασμένη γλώσσα – ή ένα μήνυμα στην άμμο, γραμμένο χιλιάδες χρόνια πριν. Ή ενδεχομένως γραμμένο χιλιάδες χρόνια μετά.

Τι να λέει αυτό το μήνυμα άραγε; Σαν τη μυστήρια εκείνη Πλάκα που εμφανίζεται στις απαρχές του ανθρώπινου χρόνου και συνδέει τις διάφορες ενότητες του έργου, το νόημά της δεν γίνεται ποτέ σαφές. Πρόκειται για κάποια ανώτερη μορφή νοημοσύνης; Ποια η σχέση της με τους ανθρώπους και τον κόσμο; Και πως θα μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε το μυστηριώδες αστρικό ταξίδι και την παράξενη κατάληξη του φιλμ; Καμία απάντηση δεν παρέχεται ξεκάθαρα. Μόνο διαισθητικά.





Αυτή είναι ίσως και η βασικότερη διαφορά ανάμεσα στο έργο και το βιβλίο του Arthur Clarke – ο δεύτερος αφήνει πολύ λιγότερα ερωτήματα αναπάντητα στο κείμενό του, το οποίο αξίζει να αναφέρουμε πως γράφτηκε μετά την ταινία, όχι πριν. Εδώ ο Κιούμπρικ, σε αντίθεση με τα υπόλοιπά του έργα, δε διασκεύασε το βιβλίο του Κλαρκ. Αντίθετα συνεργάστηκαν προκειμένου να γράψουν, οι δυο τους, το σενάριο, και εν συνεχεία ο Κλαρκ παρέδωσε τη δική του, γραπτή εκδοχή της «Οδύσσειας».

Η ταινία βέβαια, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, δεν είναι βυθισμένη στο μυστήριο. Το κεντρικό τμήμα του έργου, με πρωταγωνιστή ένα από τα διασημότερα κομπιούτερ στην ιστορία της Επιστημονικής Φαντασίας, το ΧΑΛ, ανήκει στα κλασικότερα του είδους. Και αν αναρωτιέστε, ήταν απόλυτα εσκεμμένη η επιλογή του Κιούμπρικ να αποδώσει με θερμότερους, περισσότερο ενδιαφέροντες τόνους, το ρομπότ, συγκριτικά με τους ανθρώπους-συνεπιβάτες. Τίποτα δεν είναι τυχαίο στον κόσμο του Στάνλεϋ Κιούμπρικ.

Η «Οδύσσεια του Διαστήματος» μπορεί να μην είναι η συναρπαστικότερη ίσως ταινία του σκηνοθέτη... Είναι όμως σίγουρα η βαθύτερη και πιο ποιητική του. Εκείνη που συμπυκνώνει καλύτερα από κάθε άλλη ίσως, το δημιουργικό του όραμα. Και αν οι αρχικές κριτικές ήταν αρνητικές, το έργο πλέον έχει αναγνωριστεί ως ένα από τα μεγαλύτερα ορόσημα στην ιστορία του κινηματογράφου. Εκεί που ο κινηματογράφος εκτοξεύεται, όχι στο διάστημα, μα στην στρατόσφαιρα της τέχνης.


Επίλογος


Ας κλείσω λοιπόν αυτό το τιτάνιο αφιέρωμα με κάποια λόγια του Κιούμπρικ… Κι η Οδύσσεια συνεχίζεται…


«Το πιο τρομακτικό στοιχείο του Σύμπαντος δεν είναι πως είναι εχθρικό, μα πως είναι αδιάφορο· μα αν καταφέρουμε και αποδεχτούμε την αδιαφορία αυτή και μαζί της τις προκλήσεις της ζωής, εντός των ορίων του θανάτου… τότε η ύπαρξη μας σαν είδος μπορεί να αποκτήσει πραγματικό νόημα και να εκπληρωθεί. Η ίδια η ανυπαρξία νοήματος εξαναγκάζει τον άνθρωπο να δημιουργήσει το δικό του νόημα. Όσο απέραντο και αν είναι το σκοτάδι, χρειάζεται να το γεμίσουμε με το δικό μας φως». 



13 σχόλια:

  1. Επικό αφιέρωμα, κουνελάκι, και πολύ ενδιαφέρον!
    Να έχεις ένα όμορφο βράδυ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Τι να πει κανείς για τέτοια αφιερώματα Κούνελε......! με κάθε υπευθυνότητα του λόγου μου εγώ τέτοιας ποιότητας αφιερώματα δεν έχω δει πουθενά στα λεγόμενα "επαγγελματικά" επίπεδα.
    Είμαστε περήφανοι για σένα Κούνελε, συγχαρητήρια.
    Το αφιέρωμα το απόλαυσα απόλυτα και φυσικά μορφώθηκα.
    Πάντα τέτοια φίλε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Η γνώμη σου Γιάννη έχει μεγάλη σημασία, όντας ο ίδιος γνώστης σε βάθος του χώρου του κινηματογράφου - πόσα πράγματα δεν μαθαίνουμε εξάλλου από το Blog σου. Πραγματικά χαίρομαι που ανήκεις στους αναγνώστες της Κουνελοχώρας! Να' σαι καλά.

      Διαγραφή
  3. Κούνελε, παραμένεις ένας από τους πιο αγαπημένους μου μπλόγκερ! Θαυμάζω την ευρυμάθειά σου. Έχω δει όλες τις ταινίες και τις έχω αγαπήσει, εκτός από το "Μάτια ερμητικά κλειστά".
    Η ανάλυση που έκανες δεν έχει καμιά σχέση με τις επαγγελματικές. Είναι η ανάλυση ενός ανθρώπου σκεπτόμενου και παθιασμένου με τον κινηματογράφο -όπως και με τη ζωγραφική.

    Μόνο μια παρατήρηση: συγγραφέας του Μπάρυ Λίντον ήταν ο Ουίλιαμ Θάκερεϊ και φυσικά δεν ήταν γυναίκα. Θυμάμαι ακόμα πόσο με είχε γοητεύσει η ομορφιά αυτής της ταινίας, όταν την είδα για πρώτη φορά. Κάθε σκηνή κι ένας υπέροχος πίνακας.
    Να είσαι καλά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Υ.Γ. Από το μπλογκ μου προτρέπω τους φίλους μου να διαβάσουν την ανάρτησή σου.

      Διαγραφή
    2. Ευχαριστώ για τη διόρθωση, Λωτοφάγε. Κεκτημένη ταχύτητα, κάποια στιγμή θα γίνει και το λάθος... Εν τω μεταξύ γνωρίζω το Θάκερεϊ από το κλασικό βιβλίο του "Vanity Fair", μα για κάποιο λόγο μου διέφυγε γράφοντας το κείμενο. Και φυσικά σ' ευχαριστώ πολύ για την ανάρτησή σου! Με τιμάει.

      Διαγραφή
  4. 5 στις 11 και δεν έχω δει το κουρδιστό πορτοκάλι! :(
    Ωραίες αναλύσεις, αν και δεν τις διάβασα όλες. Εννοώ διάβασα αυτές που έχω δει!
    Φιλιά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Eυχαριστουμε και συνχαρητηρια

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Συγχαρητήρια για ακόμη μια φορά φίλε κούνελε.
    Και ο ίδιος ο Kubrick θα ήταν περήφανος για το αφιέρωμά σου. Συμφωνώ σε γενικές γραμμές με την κατάταξη, απλώς θα έβαζα τη Λάμψη στο νο.2 ή 3, και το Paths of Glory στο 7. Λεπτομέρειες θα μου πείς, απλώς έτσι το αναφέρω.
    Λες να ξαναϋπάρξει άλλος Kubrick ? Ελπίζω, αλλά αμφιβάλλω.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Χαίρομαι που συμφωνούμε πάνω-κάτω Πίθηκε! Τώρα αν θα υπάρξει άλλος ΣΑΝ τον Κιούμπρικ... (γιατί άλλος Κιούμπρικ αδύνατο, για πολλούς και διάφορους λόγους). Ίσως μελλοντικά. Μα προς το παρόν απουσιάζει ομολογουμένως...

      Διαγραφή